Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2017

To Blog είναι για όλους μας!

Ο Πολιτιστικός Σύλλογος Ταξιαρχών "Η ΜΟΦΚΙΤΣΑ" από την αρχή έχει εκφράσει την θέση του για τον λόγο ύπαρξης του συγκεκριμένου blog του χωριού μας. Ο λόγος απλός: Θα θέλαμε το mofkitsa.blogspot.gr  να είναι το μέσο επικοινωνίας, ανταλλαγής εικόνων κι ενημέρωσης αναφορικά με το χωριό μας. Για όποιον θέλει να συμμετάσχει ενεργά σε αυτή την προσπάθεια παρακαλώ να μας στέλνει τις απόψεις του, τα κείμενά του: e-mail: taxiarhes2010@gmail.com. Θα χαρούμε ιδιαίτερα εάν από απλοί επισκέπτες γινόσασταν, όσοι θέλετε, ενεργά μέλη. Ο τρόπος αυτός θα δώσει νέες δυνατότητες επικοινωνίας μεταξύ όλων των συμπατριωτών, των μελών και φίλων του Συλλόγου μας.
 Επισκεφτείτε το blog του χωριού μας, οι συμβουλές σας, οι ιδέες σας, οι παραινέσεις σας και οι γνώμες σας είναι απαραίτητες για την βελτίωσή του.


Εγκαινιάζουμε σήμερα  άλλη μια νέα σελίδα στο blog (Απόψεις/Αρθρογραφία) με ένα όμορφο λογοτεχνικό κείμενο της αγαπημένης μας πατριώτισσας Κατερίνας Μπαχάρη -Κουτσουνά.  Κατερίνα μας εκπλήσσεις πάντα ευχάριστα με τα κείμενά σου, τα διηγήματά σου, τα ποιήματά σου. Μας ταξιδεύεις ευχάριστα στο παρελθόν, σε μια άλλη εποχή που  ζήσαμε. Επέλεξα σήμερα να ξεκινήσω τη νέα σελίδα μας με ένα επίκαιρο θέμα: Το Θαύμα των Χριστουγέννων, με μια όμορφη διηγηματική περιγραφή όπως η Κατερίνα ξέρει. Καλή ανάγνωση!


ΤΟ ΘΑΥΜΑ

Η Ζωγούλα περπατούσε σκυφτά στο δρόμο κατά την Ετιά και μέτραγε του δρόμου τις κροκάλες καθώς τις έσπρωχνε με τις μύτες των ποδιών της! Σε μεγάλη περισυλλογή βρισκόταν το κορίτσι..
-Ζωγούλα, παιδάκι μου, μη μπλέξεις κι αφήκεις τα ζωντανά να ψοφήσουνε, ακούς; Εμείς πάμε στου Μπίνακα να τελειώσουμε σήμερα εκείνες τις ευλοημένες ελίτσες, μπας και μαζευτούμε να κάμουμε Χριστού με την αναπαή μας ,της είχε πει η Πηνελόπη η μητέρα της!
Άκουγε και βέβαια άκουγε και είχε μάθει απ´έξω τη συμβουλή και την είχε επακριβώς καταγράψει στου νου της τα κατάστιχα ! Σήμερα όμως το κορίτσι δεν είχε νου...
Με το ζόρι κούνησε καταφατικά το κατάξανθο κεφάλι του με τα σγουρά σκαλωτά του μαλλιά και καθώς το ανασήκωσε και κοίταξε ευθεία πέρα περισυλλογισμένα, φάνηκαν τα μεγάλα καταγάλανα μάτια του που έψαχναν στον ουρανό να βρουν γραμμένα και λυμένα τα ερωτηματικά τους.
Τακτοποίησε αδιαμαρτύρητα όλες τις δουλειές του σπιτιού ,έβαλε ,,το πλύμα ,, στα γουρούνια, τους έριξε και τα φλούδια από τα λίγα φρούτα και τα υπόλοιπα από τα λαχανικά του κήπου, που τα καθάρισε για να τα κάμει γιαχνί , έριξε σπόρους στα κοτερικά και τα έβγαλε στον περιφραγμένο με συρματόσχοινο κήπο για να βοσκούν ολημερίς, πέταξε κι ένα ξεροκόμματο στο Λούρμπα, το σκύλο τους κι αποφάσισε πως ήτανε καιρός να ξεμακρύνει για να βοσκήσουν τα γιδερά της.
Άφηκε τις γιδούλες να προχωρούν μπροστά και καθώς εκείνες απασχολούνταν ψαχουλεύοντας και μασουλώντας κλαδάκια στους θάμνους του δρόμου εκείνη στρώθηκε βαριεστημένα κατάχαμα στο σταυροδρόμι ,που το στρογγύλεμα της απόληξης του κήπου του μπάρμπα Τάση το καθόριζε και όπως η αντηλιά που πλάνεψε την έξοδό της έδειχνε πως σήμερα θα βάσταγε ο Θεός τους κρουνούς του, ακούμπησε στην παγωμένη πλακόπετρα, άνοιξε σαν άντρας τα σκέλια τραβώντας τη φούστα της ζόρικα να σκεπάσει καλά τα κατάλευκα μακριά πόδια της μην επέρναγε για όνομα Θεού κανάς άνθρωπος και ,,τον εφωτογράφιζε,, ,μάζεψε πέντε πετρούλες στρογγυλεμένες από τ´ατέλειωτα περάσματα ανθρώπων και ζώων κι από τη βροχή και το χαλάζι, ,,ξιάρισε,, με τα χέρια της το νοτισμένο τόπο φτιάχνοντας ένα αλωνάκι ίσα με δυο παλάμες διάμετρο, τον πατίκωσε καλά- καλά με τις σόλες των παπουτσιών της και ακούμπησε δεξιά της μαζεμένα τα πεντόβολά της.
Τέντωσε στον αέρα την αριστερή της παλάμη ,σταύρωσε απανωτά τα δυο της δάχτυλα, δείχτη και μέσο, ακούμπησε στο έδαφος παράμεσο και μικρό , στερέωσε αντίκρυστά και τον αντίχειρα σχηματίζοντας μια αξιοθαύμαστη γεφυρούλα .
Με το δεξί της χέρι έπαιρνε ένα -ένα βοτσαλάκι, το πέταγε ψηλά και τ´άφηνε να πέσει μέσα στην ανοιχτή της παλάμη που αυτόματα γύριζε ανάσκελα και το καρτέραγε . Το ακούμπησε δίπλα στο άνοιγμα της γεφυρούλας και με τον παράμεσο του δεξιού και παράλληλη κίνηση όλου του χεριού
από τον καρπό και κάτω και με μία ώθηση προς τα έξω και άλλη μία αμέσως προς τα μέσα έσπρωξε δυνατά χτυπώντας με τον παράμεσο του δεξιού χεριού της το βοτσαλάκι να περάσει το άνοιγμα της γέφυρας. Έκαμε το ίδιο με τα υπόλοιπα ,,πεντόβολα,, πολλές φορές και κάποτε ένιωσε ν´ανθίζει ένα χαμόγελο στα χείλη της. Το έκανε συχνά αυτό κι άλλα παιχνίδια όταν ένιωθε πως βάραινε το χαμόγελό της.
Παράτησε τα πεντόβολα στην τύχη τους ανοικοκύρευτα και διασκορπισμένα , κάτι που ποτέ δεν έκανε με το σπίτι και το χώρο της που τα ήθελε πάντοτε νοικοκυρεμένα και τακτικά.
Σηκώθηκε με χαρούμενη διάθεση αφήνοντας τη βαριεστημάρα γυμνή στη μέση του πουθενά και με αναθεωρημένες τις θολές ,άσχημες σκέψεις του πριν έφτασε στην Ετιά όπου την περίμεναν οι κατσίκες της ,αφού είχαν σβήσει τη δίψα τους στο ,,χλιο,, τρεχούμενο νερό της πηγής.Έτσι γίνεται οι βρύσες το χειμώνα δίνουν ζεστό νερό και το καλοκαίρι δροσερό. Η Ετιά την καρτέρεσε μ´ανοιχτές αγκάλες και της ψιθύρισε με χνώτο ζεστό καθώς έσκυψε το λαφίσιο κεφάλι της κι ακούμπησε το ροδοκόκκινο εφηβικό προσωπάκι της βυθίζοντας τα πυρωμένα παχειά χείλια της στη διάφανη ροή της τόσο όσο χρειαζόταν να ξεδιψάσει τη δίψα της από την πολλή περίσκεψη και το πιλαλητό του νεανικού της όνειρου που απλωνόταν λεύτερα όσο που άγγιζε τον ορίζοντα, που στη ψυχή της τον ήθελε τόσο κοντά της όσο εκείνη χρειαζόταν για να τον αγγίξει.
Κι όσο οι κατσίκες της φρούμαζαν καθαρίζοντας τα ρουθούνια τους η Ζωγούλα με το αναζωογονητικό νεράκι μέσα της , αλαφρωμένη τώρα από τις σκέψεις και χορτασμένη ζωή πήρε δρόμο μαζί με τα ζωντανά της και τράβηξαν για τα ,,Κουβέλια,, ,όπου είχε καλή βοσκή .
Μια λυγιόκλαρα της χάιδεψε το πόδι γαργαλώντας την με τους μαραγκιασμένους της σπόρους προσφέροντάς της τη θεραπευτική της παυσίπονη δράση θέλοντας φιλεύσπλαχνα να μαζέψει τη σκέψη της που ήτανε άναρχα απλωμένη ολοτρόγυρα και δεν έλεγε να καλουπωθεί με τίποτα.
Η Ζωγούλα παραμέρισε προσεχτικά το βάτο που αγκάλιαζε τη λυγαριά ,έχωσε βαθιά το χέρι της και με μαεστρία έκοψε στριφογυρίζοντάς την προκλητικά την παρενοχλητική λυγιόκλαρα , τη μάδησε ασύστολα και τα μισοξεραμένα φύλλα της σκόρπισαν στη γη μαζί με τους σταφιδιασμένους σπόρους της.Ένα ωραίο άρωμα άγγιξε τα ρουθούνια της.
Χωρίς να το πολυσκεφτεί την απογύμνωσε από το φλοιό της
,που τον έκανε πλεξούδα και τον πέρασε βραχιόλι στο χέρι της κι αφού μύρισε το άρωμά της από την μια άκρη της την πιο παχειά ως την άλλη την αδύναμη καταληκτική ,την ανέμιζε στον αέρα , σφυρίζοντας συνάμα με το νου της μελωδίες καταχωνιασμένες καθώς η περίσκεψη είχε εξαφανιστεί και το ατλαζένιο τ´ουρανού που τη σκέπαζε κι ο αγέρας που την άγγιζε της χάρισε το πιο όμορφο χαμόγελο.
Σαν κατσικάκι χοροπηδούσε κάνοντας κύκλους χορευτικούς στον αμμουδερό κοκκινόδρομο με καβαλιέρο και υψηλό καλεσμένο της τη λυγιόκλαρα ,που η ευλυγισία της την παρέσερνε σε ανέμελα στριφογυρίσματα κάνοντάς τηνε να θεριεύει κρυμμένους πόθους μέσα της και ν´αγγίζει πρίγκιπες με το μαγικό της ραβδάκι.
Πέρασε το αμμουδερό μονοπάτι που η ανηφόρα του έβγαζε στην εκκλησούλα των Εισοδείων της Θεοτόκου, έκαμε το σταυρό της ως συνήθως κι άφησε το βλέμμα της ν´απλώσει γύρω.
Οι γεωμετρημένες επιφάνειες των χωραφιών που καθορίζονταν από διαβαθμισμένες γήινες αγκαλιές, μια αληθινή τεράστια σκακιέρα με πιόνια της τα λιόδεντρα, τους ασφένταμους, τις λυγιές, τις αγραπηδιές, τ´ασφάλαχτα και τις ασφάκες που σχημάτιζαν δασύλια κατά τόπους, υποκλίθηκαν μπροστά στο χρωστήρα των ματιών της καθώς το βλέμμα της απειλούσε λεπτομερή καταγραφή τους κι αποθήκευση στο παχύ στρώμα της άθικτης μνήμης της.
Οι πεζούλες , πλατύσκαλα παραδομένα στην ερήμωση , πέρα από κανά δυο κήπους εκεί κοντά που φιγουράριζαν ζηλιάρικα την πραμάτεια τους με χαραγμένες σε ευθείες παράλληλες δυο ντάνες λάχανα, δυο άλλες κουνουπίδια, ένα τηγάνι παντζάρια, άλλο ένα σέσκουλα κι άλλο ένα σπαρτά πικροράδικα.
Πουρνάρια, σκιντόθαμνοι, αγριελιές, αφάνες για σαρωματιές, βατιώνες , λυγαριές και χορτάρια φυτρωμένα ανάμεσά τους, όπου τα ξέφωτα επέτρεπαν την είσοδο σε ήλιο και φως. Τα κοτσύφια φτερακίζανε ανέμελα και παραξενεμένα, γιατί μόλις χτες ,,χάλαγε ο Θεός τον κόσμο,, και δε μπορούσε να ξεμυτίσει ούτε άνθρωπος ούτε ζωντανό.Τα κατάμαυρα ράσα τους και τα χαρούμενα τσιουρίσματά τους έστελναν δοξολογία στον αιθέρα ευχαριστώντας που το σημερινό φαγάκι τους, τον επιούσιό τους θα τον έτρωγαν εύκολα και οι αναζητήσεις τους θα ήταν σίγουρα χωρίς επιβάρυνση και το σπουδαιότερο χωρίς να υποχρεωθούν σε άτακτη υποχώρηση εξ´αιτίας της κακοκαιρίας. Τσίχλες και κοτσύφια, φάσες και κοκκινολαίμια, αγριοπερίστερα και κοκκινονούρες έσκιζαν χαρούμενα τον αέρα μπροστά στα μάτια της Ζωγούλας που τα ζωγράφιζε με της ψυχής της το χρωστήρα καθώς διαβαίνανε πάνω από το κεφάλι της διαλέγοντας τους σπόρους της επιλογής τους.
Το χωράφι ήταν γεμάτο από ξένες τεράστιες πολλών ετών ελιές και μάλιστα δύο από αυτές τις είχε αγοράσει ο πατέρας της. Χτες μόλις τέλειωσαν το μάζεμά τους. Εκείνα τα χρόνια οι αγοραπωλησίες τέτοιου είδους επιτρέπονταν και ήταν και ένας τρόπος εκτός από αναγκαίο κακό να διατηρούνται συσυσφιγμένες οι σχέσεις των ανθρώπων. Και η αλληλεγγύη ειδικά τέτοιες μέρες που πλησίαζαν Χριστούγεννα ήσαν μέσα στο πρόγραμμα.
Η Ζωγούλα ,αφού ζημιές τριγύρω δεν υπήρχαν, άφησε ελεύθερα τα ,,μαρτίνια,, με τα σκοινιά τους να σέρνονται κι εκείνα σκαρφαλώνανε στους πουρναρόθαμνους, στα ,,σκίντα,, , στις χειμωνιάτικες αγράμπελες και σ´ό,τι άλλο βρίσκανε ωφέλιμο για ´κείνα . Όταν τα κούραζε το σκαρφάλωμα και τέλειωνε η όρεξη για το συγκεκριμμένο φαγητό , κατέβαζαν τα μπροστινά τους πόδια, έπαιρναν μια ανάσα εποπτεύοντας γύρω και έσκυβαν στα χαμηλά ψαχουλεύοντας καμμιά λιχουδιά της αρεσκείας τους από τις πολλές που απολάμβαναν πιο πολύ οι προβατίνες. Μετά χώνονταν πιο βαθιά στο δασάκι και άλλαζαν μενού και ξεσκίζονταν στο ψάξιμο κι αναγάλιαζαν με τα καινούργια τους ευρήματα και ήσαν τρισευτυχισμένα και αυτό το καταλάβαινες όταν όπου και να βρίσκονταν έρχονταν στην ώρα τους γύρω από τη Ζωγούλα ,,τιλωμένα,, κι έτοιμα για αναχώρηση.
Η Ζωγούλα όσο τα ,,μαρτίνια,, της ήσαν αφοσιωμένα στην τροφή τους είχε το περιθώριο να κάμει ό,τι γούσταρε, όμως εκείνη το μόνο που έκανε ήταν να παίζει με κλωνάρια λυγαριάς που ξεφλούδιζε για να ρουφάει το άρωμά τους και να αφήνει το βλέμμα της απλανές σ´ενός όνειρου ταξίδι αδιάψευστης προνοητικότητας και απερίγραπτης ευαισθησίας. Πολλές φορές μία τη βδομάδα τουλάχιστον έπαιρνε μαζί το καλάθι και το μαχαιράκι της και έβγαζε ολόδροσα παχουλά,γουλόζικα λαχανικά πότε για βραστά πότε για τσιγαριστά κι αυτά τα τελευταία τα έκανε μάλιστα και πίτα με φύλλο που την είχε μάθει η Πηνελόπη η μάνα της ν´ανοίγει μοναχή της. Ζωχοί, ραδίκια, στριφούλια, λάπαθα, χοιροβότανα, παπαδίτσες, χελιδόνια ,σκολιάμπρια, καυκαλήθρες, πρασσουλήθρες και πικραλήθρες παρέλαυναν με αυστηρού τελετάρχη πρόσταγμα στην κανίστρα της. Τα πέρναγε και από το καθαρτήριον ύδωρ της Ετιάς και πεντακάθαρα τα πήγαινε στο σπίτι και η κουζίνα όπως και τα στομάχια τους έχαιραν χαράς μεγάλης.
Συχνά-πυκνά μέτραγε τους περαστικούς και τους καβαλάρηδες στον από πάνω δρόμο που οδηγούσε από το χωριό στον κάμπο και τα γύρω χωράφια.. Έπιανε την καρδιά της να φτερακίζει μερικές φορές σαν ,,τσάκωνε,, το μάτι της κανένα όμορφο και ζωηρούλη καβαλάρη ή κανά σχηματισμένο σε άντρα αγόρι, αλλά δεν ήξερε γιατί νιώθει έτσι. Ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος της βαρυθυμίας της σαν δεν είχε τον τρόπο να ρωτήσει για να μάθει πράματα.
Εκείνο που είχε άλυτη απορία ήταν όταν έβλεπε τα ζωντανά της να συνουσιάζονται αδιάντροπα μπροστά της και όταν τα μάτια της ρωτούσαν κανείς δεν της απαντούσε αληθινά.
Η Ζωγούλα ήταν μια κοπελούδα πανέξυπνη και αθώα με ξέπλεκα μακριά μαλλιά και καταγάλανα μάτια τεράστια σαν ήλιους.
Στο πέρασμά της ασκούσε γοητεία και με το λαφίσιο περπάτημά της και την κυπαρισσένια της κορμοστασιά νόμιζες, σαν την κοίταζες ,πως όχι στο βοσκοτόπι ,αλλά στην πασαρέλα θα πήγαινε με τόση χάρη. Μα αν την καλημέριζες τα γραμμένα της χείλια θα έμεναν ακίνητα και βουβά και καλημέρα από ´κείνα δε θά ´παιρνες, παρά μονάχα θα στην έλεγε με τα όμορφα μάτια της ή κουνώντας εμπρός το πανώριο κεφάλι της. Ήταν μουγκή από γεννησιμιού της ! Δε θυμούνται πια , τρόπος του λέγειν, ούτε αν έβγαλε στη γέννησή της εκείνη την κραυγή της ζωή ! Για να ζει όμως θα την έβγαλε ! Με τον καημό της ζει η μάνα της κι όλοι στην οικογένεια . Αυτό το θεΐκό πλάσμα μουγγό; Μουγγό αλλά αξιόλογο, τετραπέρατο κι αστραφτοκαλιστό. Όλοι στο χωριό το είχανε κρυφό καμάρι για την ομορφιά της και καημό για τη βουβαμάρα της μα το είχανε συνηθίσει τόσα χρόνια και μόνο όσοι τη γνώριζαν για πρώτη φορά ,,πιάνανε το Θεό με τα χέρια τους ,, για την αδικιά. Και πόσα τάματα δεν έκαμε η μάνα της στο Θεό και τους Αγίους , πόσα παρακάλια στην Παρθένα, πόσα πήγαιν´έλα στις εκκλησιές και στα μοναστήρια..... Η λυγερή περιφρονεί τα τάματα και με την αγνότητα της ψυχής της διόλου δε δείχνει ν´ανησυχεί για όσα η μάνα της πονάει.
Στη Ζωγούλα τίποτα δε λείπει, όλα τα καταλαβαίνει κι έχει συνηθίσει τη μουγκαμάρα, αυτή νομίζει πως έτσι πρέπει νά ´ναι κι αφού δεν έχει μιλήσει ποτέ της, άρα δεν ξέρει πώς είναι να μιλάς, δεν την νοιάζει κιόλας. Δεν έχει κάνει συμβιβασμό ,απλά νομίζει πώς αυτή είναι διαφορετική από τους άλλους και οι άλλοι διαφορετικοί από ´κείνη. Δεν της λείπει το μίλημα.Κι αφού μιλάει με ούλα τ´άλλα στο σώμα της το πρόβλημα το έχουν οι άλλοι κι όχι εκείνη. Στις συντροφιές τη σέβονται και οι φίλοι της έχουν συνηθίσει τη γλώσσα του σώματός της και συνεννοούνται μια χαρά.
Τίποτα δεν προδίδει πως έρχονται Χριστούγεννα στη Μοφκίτσα . Οι άνθρωποι συνεχίζουν τις δουλειές τους σα να μη συμβαίνει τίποτα. Άλλοι στις στάνες τους βολοδέρνοντας στα λασπόνερα και στο κρύο ξεπροβοδίζοντας τα ζωντανά τους στη βροχή κι έχοντας την έγνοια τους να τα ξαναμαζέψουν νωρίς στα γαλάρια κι άλλοι σε άλλες δουλειές τους, όπως ο πατέρας της Ζωγούλας στις ελιές τους.
Αλίμονο σε ´κείνον που παραώρισε ,θα χαθεί ,,σούπητος,,. Τό ´χε πάθει μια φορά ένας ανορμήνευτος πρωτάρης βοσκός και το ταχύ τον βρήκανε ξεπαγιασμένο από το κρύο μαζί με τα πρόβατά του.
Ο αέρας λυσσομανά, η βροχή βομβαρδίζει με καταράχτες τα κεφάλια των απρονόητων ή εκείνων που τους πέτυχε στην επιστροφή από τα χωράφια. Οι λύκοι γρυλίζουν πεινασμένοι από μακριά και τα σκυλιά σ´επιφυλακή αλυχτούν καυχησιάρικ προδίδοντας την προστατευτική παρουσία τους στο κοπάδι ή αντίστοιχα στο σπίτι και δηλώνοντας καταφατικά ολοκληρωτική αφοσίωση στο επιβεβλημένο έργο τους .
Τα σπίτια στην καθημερινή τους νωχελική καρτερικότητα με την αξίωση να τα φροντίσουν οι νοικοκυρές . Πού έγνοια για σπίτι όταν οι έξω δουλειές σε τραβούν από τα μαλλιά και η κούραση είναι τόσο μεγάλη που και το κρεβάτι τους ακόμα βαριά δέχεται τα κουρασμένα κορμιά τους ! Ευτυχώς στο σπίτι του Σπήλιου και της Πηνελόπης υπάρχει πίσω μια χρυσή νοικοκυρά, η Ζωγούλα. Κάθε μέρα είναι αστραφτερό και νοικοκυρεμένο.
Αδιατάραχτη η ρυθμική φυσική ηρεμία της καθημερινότητας κι ας δέρνεται ο νους των ανθρώπων στη βιάση να προκάμουν τις δουλειές πνιγμένοι συχνά στη ματαιότητα των παραπανίσιων της επιβίωσης σχεδιασμών .
Ας γυρίσουμε πίσω στη Ζωγούλα. Η λαφίνα μας χοροπήδησε μαζί με τα κατσικαδερά της που είχαν κάνει ,,τήλα,, τις κοιλιές τους και μαζεύτηκαν γύρω της. Κι εκεί που ήταν έτοιμη να δώσει το σύνθημα της επιστροφής μια κακή διαπίστωση της ,,έκοψε τη χολή,, . Η ομορφότερη μαρτίνα της η Ασπρούλα σερνόταν βαριεστημένα κι αγκομαχώντας πάσκιζε ν´ακολουθήσει τις υπόλοιπες.
Βάρυναν το χαμόγελό της και η ανεμελιά της ξαφνικά της Ζωγούλας και την έσπρωξαν στα δύσκολα μονοπάτια της ανησυχίας και του φόβου. Χωρίς χασομέρι την πήρε στην αγκαλιά της, τη χάιδεψε, την ανασκέλωσε κι άρχισε να την ψαχουλεύει μήπως είχε μπει κανένα αγκάθι στα πλευρά της ή στην κοιλιά της ή μήπως κανά χαλικάκι είχε σφηνώσει ανάμεσα στις ονυχοπλές της. Τίποτα όμως απ´αυτά. Μέχρι που σκέφτηκε μήπως την δάγκωσε κάποιο φίδι μα αυτομάτως απέρριψε την εκδοχή γιατί τέτοια καιρό τα φίδια έχουν πέσει σε χειμερία νάρκη. Πρόσεξε όμως πως η κοιλιά της δεν ήταν τιλωμένη όπως των άλλων κατσικιών, αλλά μισογεμάτη και το ζωντανό πολύ κακόκεφο και γρήγορα σωριάστηκε μπροστά της ανίκανη ν´ακολουθήσει. Αυτό την προβλημάτισε .
Ήθελε να φωνάξει , ήταν η μοναδική ,η πρώτη φορά που ήθελε να φωνάξει και δε μπορούσε !
Ήθελε να γυρέψει βοήθεια. Η Ασπρούλα της κινδύνευε . Μα τα χείλια της ήτανε σφραγισμένα τόσο πολύ ,πιότερο από πριν, γιατί τώρα πάνω στο βάσανο που είχε της αφωνίας, ήρθε και θρονιάστηκε και το σφίξιμο από την έγνοια και την αγωνία. Η Ασπρούλα άρχισε να βαριανασαίνει.
Η Ζωγούλα την πήρε βιαστικά στην αγκαλιά της ! Ούτε βλέμμα δεν έριξε πίσω της να δει τι κάνουν τ´άλλα ζωντανά, ούτε καν παράγγελμα να γυρίσουν μόνα τους δεν τους έδωσε, το άφηκε αδιάφορα στη μοίρα τους. Προτεραιότητα τώρα είχε η Ασπρούλα .Δεν ήθελε με τίποτα να της συμβεί κακό. Με την αγωνία κορυφωμένη και με τα πόδια της κομμένα φτάνει στην Ετιά βουτάει τη μουτσούνα της να πιεί λίγο νερό μα δύναμη δεν είχε να το κάμει ούτε αυτό . Ρούφηξε δυο γουλιές η ίδια που το στόμα της είχε στεγνώσει από την αγωνία και τα χείλη της είχαν ξεραθεί και ανηφόρισε .
Η ζυγαριά της αγκάλης της τρεμόπαιζε στους άτακτους ρυθμούς της καρδούλας της Ασπρούλας και το ζωντανό ριγούσε κι έβγαζε αφρούς από το στόμα. Τώρα μελάνισε κιόλας και στην ανημπόρια της να βελάξει υγράνθηκαν τα πονεμένα ματάκια της και δυο δάκρυα έσταξαν πάνω στα χέρια της Ζωγούλας. Η Ζωγούλα τα χάνει, λιώνει από πόνο, το είναι της συνταράζεται , τα λογικά της δεν είναι πια στη θέση τους. Έχει διαλυθεί . Κλαίει μαζί με την Ασπρούλα καθώς τρέχει σχεδόν αγκομαχώντας να φτάσει στο χωριό.
Τάχυνε αποφασιστικά το βήμα της κόντρα στις επιταγές του ψυχισμού της που την ήθελε καθηλωμένη. Αγκομαχούσε ανηφορίζοντας. Το σώμα της ανυπάκουο στις προσταγές της ανάγκης , εκεί στα μισά του δρόμου την υποχρέωσε ν´ακουμπήσει στο κοτρώνι που ήταν μπροστά της και που μαζί με άλλα έκαναν την κορνίζα της περιμάντρωσης στις Τρεις Ελιές , σήμα κατατεθέν και σημείο αναφοράς.
Ο υπερβολικά γρήγορος χτύπος της καρδούλας της Ασπρούλας την κιότεψε περισσότερο και κείνη για να μαζέψει δρόμο δε μπορούσε. Και πώς να το έκανε αυτό αφού μονοπάτια συντομίας δεν υπήρχαν κατά ´κεί; Αρκέστηκε ν´ανασάνει βαθιά και ν´αφήσει τον κρύο αέρα να την αναζωογονήσει . Ένιωθε έτοιμη να λιποθυμήσει και παρά τρίχα θρονιάστηκε παραλυμένη κατά γης μαζί με την Ασπρούλα που την κράταγε σφιχτά στην αγκαλιά της όπως η μάνα το παιδί . Ένιωθε τα πόδια της καρφωμένα στο χώμα . Τα ένιωθε να σπρώχνουν το χώμα και σαν καρφιά να τραβάνε βαθιά ίσαμε τα έγκατα της γης κι ένιωσε ξαφνικά τα γόνατά της να λυγίζουν και να ξεκόβουν ανύποπτα από τη συγκροτημένη σκέψη. Ο φόβος της έκοβε το βήμα και η ανάγκη την έσπρωχνε να το ταχύνει. Ανάλαβε δράση η ψυχή και η ανάγκη και το ίδιο εύκολα ξαφνικά ξεκόλλησαν τα πόδια της ,αλάφρωσε το κορμί της και με τα φτερά που της φόρεσε η σκέψη της ούτε κατάλαβε πότε βρέθηκε στα σκαλοπάτια του γέρο- Σπύρου του γείτονα, τσοπάνη και γιατρού των ζωντανών. Για καλή της τύχη σήμερα ο γέρο-Σπύρος δεν επήγε στη στάνη του στα βουνά. Καρτέραγε το γιο του από την ,,Αστραλία,, κι έστειλε τον παραγιό του να φυλάξει τα γίδια στο βουνό.
Με την Ασπρούλα ν´ασκοφέρνει στην αγκαλιά της η Ζωγούλα , κοπάνησε δυνατά το ,,ζεμπερέκι,, της πόρτας και φάνηκε η Σπύραινα με την ποδιά της ανασκουμπωμένη να σφουγίζει τα χείλια της ,γιατί κάτι λιχούδικο προφανώς είχε δοκιμάσει ,αφού δεν ήτανε ακόμα ώρα φαγητού.
Η Ζωγούλα της δείχνει το ζωντανό και πασκίζει μ´όποια κί ήση του κεφαλιού, του χεριού , του σώματός διαθέτει να την κάμει να καταλάβει πως χρειάζεται το γέρο-Σπύρο. Αυτός σίγουρα ήξερε τι έπρεπε να κάνει.
Η Σπύραινα που ήτανε και λιγουλάκι κουφή και που δεν είχε ιδιαίτερη ευαισθησία με τα ζωντανά , παρ´ότι έμοιαζε να κατάλαβε τι της γύρευε η Ζωγούλα , έπαιζε με τον πόνο του κοριτσιού και του ζωντανού κάνοντας περιττές ερωτήσεις .
Η Ζωγούλα δυσανασχετούσε και ´κεί που ήταν έτοιμη να πισωγυρίσει και να πάει να γυρέψει αλλού βοήθεια...
-Στο μαγαζί είναι , της λέει, τράβα να τον εύρεις !
Δεν πρόλαβε να κατεβεί τη σκάλα το θηλυκό και νά´ σου μπροστά της ολόκληρος ο γέρο Σπύρος με τη μειλίχια μορφή του και τη μπαστούνα του που δεν την αποχωριζόταν ποτέ ,που στο αντίκρυσμα της εικόνας που είχε μπροστά του σούφρωσε τα ολιγότριχα φρύδια του, μα δε χρειάστηκε να ρωτήσει ,γιατί με το που είδε κατάλαβε αμέσως τι συνέβαινε.
Άφηκε τη Ζωγούλα να πολεμάει να του ´ξηγήσει τι ήθελε και ´κείνος άφηκε παράμερα τη μαγκούρα, ξάπλωσε την Ασπρούλα κατάχαμα λευτερώνοντας την αγκαλιά της Ζωγούλας κι άρχισε να την ψάχνει όπως κάνουν οι κανονικοί γιατροί άμα τους πηγαίνεις άρρωστο. Τώρα η Ασπρούλα είχε επιδεινωθεί. Είχε παραλύσει εντελώς και το πανώριο κεφαλάκι της κείμενο κατάχαμα πόναγε πολύ τη Ζωγούλα.
Ο γέρο Σπύρος ,παλιά καραβάνα σε τέτοια , αφού όλη του τη ζωή την είχε στα ζωντανά αφιερωμένη, πήγε κατ ´ ευθείαν στο κατώι και ξεκρέμασε από τη ρέχτη ένα βοτάνι. Φώναξε τη Σπύραινα να βάλει απάνω στη φωτιά το μπρίκι με νερό να βράσει για να μη χάνουν χρόνο και ´κείνος κοπάνησε βιαστικά το βοτάνι και ανέβηκε χοροπηδητά τη σκάλα , σαν παλληκαράκι είκοσι χρονών κι έφτιαξε μοναχός του το γιατρικό. Το μετάγγισε πολλές φορές σε διαφορετικά καθαρά τσουκάλια για να κρυώσει γρήγορα, και το ´δωκε βιαστικά και με προσοχή στο ετοιμοθάνατο κατσίκι. Άνοιξε με τα δάχτυλά του τα σαγόνια του, γιατί το ίδιο από μόνο του δε γινόταν να το καταφέρει κι έστειλε το γιατρικό κατ´ευθείαν στο στομάχι του. Ύστερα πήρε ένα σάϊσμα , το έστρωσε χάμω, ακούμπησε απάνω στο μισό την Ασπρούλα και με το άλλο μισό τη σκέπασε για να κρατήσει το σώμα της ζεστό .
Τότε γύρισε, κοίταξε τη Ζωγούλα που παιδευότανε να μιλήσει κι ,,έκοβε τον άλυσο,,........
-Άκου, τσιούπραμ´ ,κάτι έφαγε και δηλητηριάστηκε ! Άργησε να πάρει το γιατρικό ! Κάμε το σταυρό σου ! Θα καρτερεσουμε και θα ιδούμε!
Κι ανέβηκε στο σπίτι του .
-Τράβα και συ στο σπίτι ,παιδάκι μου, πέστο και στους δικούς σου, της είπε καθώς ανέβαινε τη σκάλα.
- Όχι, ήθελε να του ειπεί, να του το φωνάξει, όχι εγώ θα μείνω κοντά στην Ασπρούλα , μα στην απέλπιδα προσπάθειά της να το ειπεί δεν τα κατάφερε και κούνησε απλά το κεφάλι της προς τα πίσω και σήκωσε τα χέρια της κάνοντας σινιάλο στη δική της γλώσσα , πράγμα όμως που δεν είδε ο γέρο Σπύρος γιατί ήδη είχε μπει στο σπίτι του.
-Κρίμα, είπε στη Σπύραινα, δε βλέπω να σώνεται το ζωντανό !
Πρέπει νά ´φαγε χοιροκούκι!
Ο Σπύρος έφαγε και ξάπλωσε, η Σπύραινα το ίδιο και το κορίτσι παράστεκε την ετοιμοθάνατη Ασπρούλα , ασπρισμένη εκείνη περισσότερο από το φόβο της.
Ανασήκωνε που και που το σάϊσμα για να βλέπει τι γίνεται από κάτω και καθώς έβλεπε τα ματάκια της Ασπρούλας της να θολώνουν και τα ποδαράκια της αδύναμα απλωμένα πάνω στο σάϊσμα και το κεφαλάκι της ξαπλωμένο χωρίς πνοή ζωής, καθόταν δίπλα της, τη χάιδευε για να νιώθει ότι δεν είναι μοναχή της και ότι αυτή στέκει δίπλα της και παρακαλάει με την ψυχή της να σηκωθεί. Έχει καιρό να τη μαλώσει άμα γίνει καλά που δεν πρόσεξε τον εαυτό της κι έφαγε από ´κείνα τα φυτά που δεν έπρεπε.
-Γιατί τώρα να τραβάω εγώ τούτο το ζόρι , σκέφτηκε με παράπονο η Ζωγούλα. Όχι, δεν την πείραξε που βασανιζόταν κι αυτή , απλά κουράστηκε με τόσες ώρες αγωνίας κι από απελπισία είπε ,ό,τι είπε !
Όχι , Θεούλη μου, όχι σκέφτηκε το κορίτσι, εγώ είμαι μια χαρά, αρκεί ν´αναστηθεί η Ασπρούλα μου !
Και καθώς το κορίτσι καθόταν σκεπτόμενο με το βλέμμα στο κενό μετά τέσσερις ώρες αναμονής είδε κάτι ν´αναδεύεται μέσα στο σάϊσμα. Έτρεξε ,χωρίς να το διαπιστώσει κιόλας ,κοπάνησε δυνατά την πόρτα με τα δυο της χέρια κι όταν της άνοιξε η Σπύραινα την παραμέρισε σχεδόν βίαια ξέροντας ότι θα τη χασομερίσει με τις ερωτήσεις της και όρμησε μέσα ψάχνοντας απελπισμένα τα δωμάτια να βρει το Σπύρο.
-Θεέ και Κύριε, είπε η Σπύραινα κι έκαμε το σταυρό της !
Ο Σπύρος ότι είχε σηκωθεί από το μεσημεριανό του υπνάκο και ντυνόταν. Μισόγυμνο τον πήρε τραβώντας τον, σούρνοντάς τον καλύτερα από το χέρι και τον οδήγησε στην Ασπρούλα .Εκείνος ανασήκωσε το σάϊσμα και είδε ότι η κατσίκα άρχισε πράγματι να ζωντανεύει. Τη χάιδεψε σα να ήταν μικρό παιδί τρυφερά , είπε δόξα σοι ο Θεός κι έτρεξε να φέρει το γιατρικό. Έδωκε στην κατσίκα μια ακόμα γερή δόση , τη συμβούλεψε να κάτσει φρόνιμα και τη σκέπασε με το ρούχο. Το ζωντανό αδιαμαρτύρητα παρέμεινε κουκουλωμένο καρτερώντας τη γιατρειά του.
Η Ζωγούλα μούγκριζε ασταμάτητα και σκούπιζε με την ανάστροφη του χεριού της τα μάτια της που δε σταμάτησαν λεπτό από την ώρα εκείνη.
-,,Σάματι,, εβόηθηκε ο Θεός ,της είπε !
Παρακάλα κι άλλο ,κορίτσι μου !
Και πήγε να πιεί τον καφέ του.
Η Ζωγούλα δεν είχε βάλει ούτε νερό στο στόμα της που το ένιιωθε ξερό από τη δίψα και πικρό από τη στεναχώρια.
Η Σπύραινα που επί τέλους ένιωσε τη σοβαρότητα της κατάστασης, την ανάγκασε να πιεί με το στανιό μερικές γουλιές για να μην πάθει τίποτα κι εκείνη , για όνομα του Θεού, έτσι είπε. Έφερε δυο σκαμνάκια κι ένα για τη Ζωγούλα που ως εκείνη την ώρα καθόταν πότε όρθια, πότε σε μια χαμηλή μαντρούλα που χώριζε την αυλή από τον κήπο.
Κάθισαν και οι τρεις δίπλα στην Ασπρούλα αγωνιώντας για την εξέλιξη.
Πιάσανε κουβέντα το ζευγάρι με τη Ζωγούλα για να της πάρουνε τη σκέψη και τη ρωτάγανε διάφορα ,χωρίς φυσικά να περιμένουνε να πάρουνε απάντηση κουβεντιαστή. Εκείνη όμως προτιμούσε να μιλάνε για την Ασπρούλα ,έτσι τουλάχιστον καταλάβαιναν οι δυο ηλικιωμένοι και δεν κατάλαβαν λάθος. Μόλις γύρισαν την κουβέντα στην Ασπρούλα άστραψε η ματιά της και το μουγκρητό της γινόταν ολοένα πιο μακρόσυρτο κι ήτανε φανερό πως ήθελε πολύ ,το ένιωθε έντονα αυτό,πως ήθελε να μιλήσει μόνο και μόνο για να πει πράματα για την Ασπρούλα της.
Απογιομάτιασε. Ο Σπύρος σέλωσε τ´άλογό του , η Σπύραινα σαμάρωσε το γάιδαρο , έστρωσε τις καλές της αντρομήδες στα σαμάρια και ξεπροβόδισε με το καλό τον άντρα της .Ήταν ιερή η στιγμή για την Ασημούλα, αυτό ήτανε τ´όνομα της Σπύραινας. Σε λίγο θα ήταν κοντά τους ο γιος τους. Δέκα χρόνους έχουνε να τον ιδούν και μοιάζει σα να έφυγε χτες. Τόσο γρήγορα περνάει ο καιρός.
Το λεωφορείο από Αθήνα θα έκανε στάση στο Στροβίτσι στις 4 το απόγιομα και ήτανε τρεις και κάτι είπε ο Σπύρος σύμφωνα με τους δικούς του υπολογισμούς και θα κουβαλούσε πολύτιμο θησαυρό το γιο τους. Η ώρα δεν περνούσε για την Ασημούλα. Ο Σπύρος έδεσε το σκοινί του καπιστριού του γάιδαρου στο πίσω κολιτσάκι, καβαλίκεψε το Ντορή του και ξεκίνησε για την παραλαβή του πιο πολύτιμου φορτίου .
Τα αναδέματα μέσα από το σάϊσμα όσο πήγαιναν κι αυγάταιναν και τ´ανασηκώματα του ρούχου από τη Ζωγούλα γίνουνταν συχνότερα και θαρρετότερα. Είδε τα ματάκια της να ξεθολώνουν , το σώμα της να γίνεται σφιχτό , μα ο φόβος την έκανε να είναι ακόμα προσεκτική.
Ο γέρο -Σπύρος με την αγκαλιά και την ψυχή γιομάτες δεν άργησε να ξεμυτίσει κουβαλώντας το λατρεμένο του γιο.
Ο Θανάσης , έτσι λέγανε το νεοφερμένο, ήπιος άνθρωπος σαν τον πατέρα του, φιλότιμος και σπλαχνικός ,με τις πρώτες άσπρες τρίχες να γκριζάρουν το όμορφο κεφάλι του, κατέβηκε μ´ένα πήδο όπως κάποτε στα νιάτα του, προτού φύγει από την Ελλάδα για Αυστραλία και στο αντίκρυσμα της Ζωγούλας
-Γεια σου, της είπε. Ποια είσαι συ; Τίνος είσαι;
Μα σα δεν πήρε απόκριση, κοίταξε τον πατέρα του κι εκείνος του εξήγησε. Η Ζωγούλα βέβαια μίλησε με τη δική της γλώσσα ,γιατί άλλαλη ήτανε κι όχι χαζή ,μα σαν ο Θανάσης δε μπορούσε να καταλάβει ακριβώς παραιτήθηκε κι αυτή και αρκέστηκαν όλοι στις εξηγήσεις του Σπύρου. Δεν πρόλαβε να δευτερώσει η κουβέντα και η Σπύραινα που άκουσε χαβαλέ βγήκε κι όρμησε στην αγκαλιά του.
-Γιόκα μου, του είπε, παληκάρι μου, ψυχή μου, σταυραϊτέ μου! Καλώς όρισες ! Και δε σταματούσε τα χάδια και τα φιλιά και τα ρωτήματα.
-Άιντε, ανεβείτε απάνου, είπε ο Σπύρος . Θα κουβαλήσω εγώ τα πράματα !
Η φαμϊλια τρισευτυχισμένη είχε επιδοθεί στην αλληλοαπόλαυση, στις ιστορίες που τους έλεγε ο Θανάσης και στις φωτογραφίες που τους έδειχνε .
- Κοίτα η Ασημούλα μου, μούκι -μούκι, μάκια -μούκια και δος του φιλιά στις φωτογραφίες της εγγονής της.
Θα είμαι τη εγώ σα θα ξανάρθεις ,γιόκα μου; Γιατί δεν έφερνες και τη φαμίλια σου να σας ιδούμε ούλους μαζεμένους;
Κι αφού ο Θανάσης της εξήγησε ότι αυτό δεν ήτανε και τόσο εύκολο κι ότι με καλό θα έρχονταν σε δυο-τρία χρόνια ίσως και για μόνιμα καταλάγιασε η Ασημούλα.
Ο Θανάσης ταλαιπωρημένος από το ταξίδι γύρεψε να ξεκουραστεί κομμάτι και μετά σλαφρωμένος να χορτάσει τους γέρους του ,να τόνε χορτάσουνε και του λόγου τους.
Η μέρα τράβαγε στο τέλος της και το κορίτσι κατακουρασμένο από την αγωνία και το σταλίκι δεν είχε σκοπό να ξεκουραστεί ούτε να ξεκουνήσει από τη θέση της.
Η Σπύραινα της έφερε ένα φίλεμα από ´κείνα τα ξενικά τα ιδιότροπα που είχε φέρει ο γιος της και της είπε πως έπρεπε να φύγει πια, νύχτωσε,σε λίγο θα γύριζαν και οι δικοί της από το χωράφι.
Η Ζωγούλα ανασήκωσε το σάϊσμα πήρε τη μισοκοιμισμένη Ασπρούλα στην αγκαλιά της ,είπε με νεύμα ευχαριστώ και πισωπλάτισε να φύγει.
Ένα σπαρτάρισμα ένιωσε στην αγκαλιά της και η Ασπρούλα της ξυπνημένη για τα καλά και γερή , βέλαξε χαρούμενα ευχαριστώντας έτσι τους νοικοκυραίους για τη φιλοξενία , τη γιατρειά και τη συντροφιά τους . Σήκωσε το κεφαλάκι της ψάχνοντας το χνώτο της Ζωγούλας, εκείνη τη φίλησε στα χειλάκια της και η κατσίκα γλύστρισε από τη χαρούμενη αγκαλιά της κι έτρεξε προς το σπίτι τους.....
Και η Ζωγούλα τρέχοντας ξωπίσω της....
- Περίμενεεεε , της φώναξε πεντακάθαρα σα να μην είχε ποτέ της βουβαμάρα.....
Το σοκ που υπέστη η ψυχούλα και το σώμα της και η μεγάλη αγάπη για την Ασπρούλα της έφεραν τη φωνή της που ήταν γλυκειά σαν την ίδια...
Στο σπίτι το βράδυ τα χάσανε οι δικοί της σα γυρνώντας από το χωράφι τους καλωσόρισε μια γλυκειά τρυφερή κοριτσίστικη φωνή ,που τους διηγήθηκε με το νι και με το σίγμα τα καθέκαστα .
Εκεί που η αγάπη κάνει θαύματα ,εκεί όπου ο πόνος χρησιμεύει για καλό χαλάλι κι η ταλαιπώρια, χαλάλι ούλα είπε η μάνα της η Πηνελόπη και άνοιξε την αγκαλιά της που ήτανε μικρή για το μεγάλο θαύμα κι όρμησε μέσα της η Ζωγούλα κι από δίπλα ο πατέρας της ο Σπήλιος και τρία ζευγάρια χέρια αγκαλιάστηκαν σ´ένα αγκάλιασμα μοναδικό.
Αγκάλιασμα ευτυχίας ,χαράς και αγαλλίασης !
Η απλοϊκή Πηνελόπη το απέδωσε στο Θεό και στις μέρες που έρχονται κι ο κυρ-Σπήλιος το ίδιο . Η ίδια η Ζωγούλα ήξερε πως η Ασπρούλα της χάρισε τη φωνή της και δεν ήθελε αυτό να το αμφισβητεί κανείς. Μα αν το λένε και Θεό κι αν το λένε θαύμα τι διαφορά έχει, σκέφτηκε η Ζωγούλα .Μήπως στ´αλήθεια Εκείνον ολημερίς δεν παρακάλαγε να της χαρίσει την Ασπρούλα της; Της χάρισε και τη φωνή της;
-Δοξασμένη η χάρη σου ,είπε κάνοντας το σταυρό της !
Κάθε πρωί, κάθε βράδυ, κάθε μέρα η Ζωγούλα είχε να ιστορεί θαύματα κρυμμένα μέσα της 16 ολόκληρα χρόνια και τώρα που ήθελε να τα πει όλα , έρχονταν μπουλούκι και της μπούκωναν το στόμα κι από τη βιάση να τα πει η μιλιά της κοβόταν......
-Λίγα-λίγα και σιγά-σιγά ομορφούλα μου, της είπε η μάνα της. Εδώ είμαστε !
Τώρα που μιλάει κατάλαβε την αξία της ομιλίας και πόσο ήθελε να είναι στο Γυμνάσιο για να μάθει γράμματα . Γιατί στο Δημοτικό ο κυρ -Νίκος ο δάσκαλος την είχε από κοντά
και παρ´ότι στον καιρό της δεν υπήρχε μέθοδος εκμάθησης για άλαλους, η Ζωγούλα έπαιρνε ό,τι άκουγε γιατί δεν ήταν κωφάλαλη, άλαλη ήταν. Και ήταν πανέξυπνη .
Εκείνα τα Χριστούγεννα η Ζωγούλα και η οικογένειά της τα βίωσαν μ´ένα τρόπο αλλιώτικο ! Είχανε δυο χείλια κι ένα στόμα παραπάνω να λαλεί και να ψέλνει με τους αγγέλους ύμνους στο γεννημένο Χριστό και μια ζωή φορτωμένη αγάπη, τη ζωή της Ζωγούλας που μοιράστηκε αφειδόλευτα χαρίζοντας φως στα σκοτάδια και χαράζοντας πορείες αντάξιες του θαύματος που βίωσε !
Τα φετεινά Χριστούγεννα τα μοιράστηκε με τους ανθρώπους που βοήθησαν στη συντέλεση αυτού του θαύματος , το γέρο Σπύρο, την κυρά Σπύραινα, ποτέ δεν επέτρεψε να την αποκαλέσουν γριά, και το Θανάση το γιο τους.
Τα λαμπιόνια του καταστόλιστου δέντρου που στόλισε η ίδια ολομόναχη γαργάλισαν τα κρυμμένα της συναισθήματα, τα φωτάκια φώτισαν τα όνειρά της κι ένα ροζ που διαγράφτηκε στα μάγουλά της και τα πήραν οι άγγελοι που ήτανε διάσπαρτοι στη διακόσμηση του σπιτιού και τά ´στειλαν ικεσία στον ουρανό και οι καλές της νεράϊδες τα πήραν και τα εναπόθεσαν δώρο ψυχής, δώρο ζωής με ημερομηνίες εκτέλεσης δρομολογημένες που μόνο η διαίσθηση ενός πρώην άλαλου μπορεί να ερμηνεύσει !
Οι χιονένιοι βουτυροκουραμπιέδες , σήμα κατατεθέν των ημερών , που έφτιαξε η Πηνελόπη με πολύ μεράκι, έκαμαν τη σκόνη τους φίλτρο μαγικό και χάρισαν την όμορφη θωρειά τους και τη γλύκα του θυσία στης Ζωγούλας τις πεθυμιές που αναμφίβολα εκτός από τέρψη του λάρυγγά της υπήρχαν κι άλλες ανεκπλήρωτες. Κι ένα γλυκό σαν τον κουραμπιέ με τα χιλιάδες συμπιεσμένα αλευρομόρια ,πρόθυμα να διασκορπιστούν στα πέρατα της οικουμένης σα μικροτσίπ για να συλλέξουν πληροφορίες ,δε μπορεί να στέκει αδιάφορο κι άπραγο στων νοικοκυραίων τις θελήσεις !
Η Πηνελόπη για το καλό που η κόρη της μίλησε κι ακούστηκε στο σύμπαν η γλυκειά φωνή της έφτιαξε και δίπλες μελωμένες με την ευχή τώρα που η κόρη της είναι πλήρης να βρεθεί με τον καιρό κι ένα καλό παιδί να σμίξουνε τις ζωές τους. Κρυφή ευχή της ήτανε τούτη, γιατί ακόμα το κορίτσι ήταν μικρό για παντρειά , μα σε τι έβλαπτε το καλομελέτημα; Ας γινόταν στον καιρό του!
Όλα χαμογελούσαν εκείνο το βράδυ: το λαμπερό σπίτι, το καταστόλιστο δέντρο, η γαλοπούλα, τα φαγητά ,τα γλυκά, όλα ! Μα πιο πολύ απ´όλα γελούσαν οι ψυχές ολονών , σε βαθμό που οι ουράνιες μελωδίες μπέρδεψαν τους ήχους τους και προσχώρησαν στις μελωδίες των ψυχών τους, τις πήραν και τις έκαμαν τραγούδι , ευχές και στις ουράνιες κλίμακες ανεβοκατέβαιναν κάθε βράδυ στο προσκεφάλι της Ζωγούλας άγγελοι με φωτοστέφανα και τρομπέτες που εμφυσούσαν την πνοή τους για να έχει παντοτινή ευτυχία και χαρά η ζωή της.
Μέσα στ´άγρια χαράματα η καμπάνα πρόδωσε την έναρξη της Χριστουγεννιάτικης λειτουργίας. Το κρύο ήταν τσουχτερό . Τ´αστέρια στον ουρανό φωσφώριζαν τρεμοπαίζοντας το φως τους και σιγοντάρουτας στο ,, Δόξα εν Υψίστοις ,, των αγγέλων !
Σύντομα οι γιορτινές παρουσίες με τα φαναράκια στο χέρι φιδοσέρονταν στην ανηφόρα για την κεντρική εκκλησία του χωριού.
Η Ζωγούλα πιότερο απ´όλους απολάμβανε αυτή την εικόνα και η μαγεία της νυχτιάς παρέμεινε ζωγραφισμένη στην ψυχή της .Μια εικόνα πρωτόγνωρη .
Το θαύμα των Χριστουγέννων και το δικό της θαύμα , του μιλημού της το θαύμα αγκαλιάστηκαν σφιχτά κι έγραψαν τη δική της μοναδική, ασύλληπτη , αληθινή ιστορία !
Χριστός Γεννάται ! Αντηχεί στ´αυτιά της .....
Η αλαφράδα του κορμιού της σήμερα συνοδεύτηκε από την αλαφράδα της ψυχής της και τα χείλη της έψαλαν δοξολογώντας : ,,Δόξα εν Υψίστοις Θεώ και επί γης Ειρήνη εν ανθρώπους ευδοκία,, !

Κ. ΜΠ -Κ

Ευχές Χριστουγέννων!

Ο Πολιτιστικός Σύλλογος Ταξιαρχών "Η ΜΟΦΚΙΤΣΑ" εύχεται για τα φετινά Χριστούγεννα και τη νέα χρονιά που πλησιάζει υγεία, αγάπη, ευτυχία, δημιουργικότητα, όνειρα, χαμόγελα, επιτυχίες… Οι μέρες των Χριστουγέννων ας μεταφέρουν την μαγεία τους στο σπίτι μας και ο Άγιος Βασίλης ας εκπληρώσει τις ευχές όλων μας. Καλά Χριστούγεννα και ευτυχισμένη η Νέα Χρονιά!

Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2017

Στερνό Αντίο...

Πικρό το τελευταίο αντίο, αβάσταχτος ο πόνος, βαθιά η πληγή και πολύ βαρύ το πένθος. Πολύ έντονα το νιώσαμε όλοι εμείς αυτό το συναίσθημα, με το θάνατο του αγαπημένου μας γείτονα, φίλου και συμπατριώτη Δημήτρη Παπαγιάννη. Προδομένος από την καρδιά του, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 70 ετών.  Όταν ένας άνθρωπος φεύγει από αυτόν τον μάταιο κόσμο, δεν είναι πλέον μια παρουσία, ένα άτομο, ένα πρόσωπο, αλλά είναι μια ιδέα, μια αξία, ένα σύμβολο. Όταν φεύγει κάποιος από τη ζωή νιώθουμε ότι γκρεμίζεται ένας παραδοσιακός πυλώνας. Ιδιαίτερα, όταν ένας θάνατος είναι απροσδόκητος, αναίτιος, πρόωρος και ξαφνικός, είναι μια ισχυρή συναισθηματική σεισμική δόνηση. Φεύγοντας ο Δημήτρης, έσβησε άλλο ένα φως του χωριού μας, ένα ακόμη φως στη γειτονιά μας. Εργάστηκε σκληρά κάτω από δύσκολες συνθήκες. Διετέλεσε μέλος του Πολιτιστικού Συλλόγου Ταξιαρχών "Η ΜΟΦΚΙΤΣΑ" από το 1996 έως το 2004. Όλη του η  ζωή ήταν ένας αγώνας για την επιβίωση  και φροντίδα της οικογένειάς του. Ήταν στοργικός άνθρωπος,  που εισέπραττε την ικανοποίηση βλέποντας την κόρη του να μεγαλώνει και να γίνεται σωστό άτομο της κοινωνίας μας. Η αγαπημένη του κόρη Χριστίνα παρόλο που θα δυσκολευτεί πολύ μέσα στην ομίχλη της ορφάνιας, είναι βέβαιο ότι θα εξακολουθήσει το δρόμο της αρετής και της αξιοπρέπειας, γιατί ο λατρεμένος της πατέρας τη μεγάλωσε με παραδοσιακές οικογενειακές αρχές. Πριν από χρόνια ήρθε από τα Θεοδώριανα της Άρτας στο χωριό μας, όταν παντρεύτηκε την σύζυγό του Τασία Αλεξοπούλου όπου και έζησε μαζί της μέχρι και σήμερα. Ένας  θάνατος, που μας συγκλόνισε όλους, μας υπενθύμισε με τον πιο ηχηρό τρόπο ότι ζούμε πρόσκαιρα. Αγαπημένε γείτονα, συμπατριώτη και φίλε Δημήτρη η αύρα σου, ο ηθικός βηματισμός σου, η παρουσία και το στίγμα σου, στις ώρες και τις στιγμές της πορείας σου στο χωριό μας, θα μείνουν για πάντα χαραγμένες στη  μνήμη μας. Φίλε Δημήτρη να περνάς καλά, εκεί στην ουράνια χώρα. Θα ζεις στη σκέψη μας. Τη μνήμη σου θα τη συνοδεύει ένας πόνος ψυχής. Δημήτρη πονάμε που έφυγες, πονάμε γιατί δεν θα σε δούμε ξανά στο χωριό μας.  Όμως σεβόμαστε την απόφασή σου να φύγεις και προσευχόμαστε για σένα, μαζί με την οικογένειά σου, στην οποία εκφράζουμε τα θερμά μας συλλυπητήρια και ευχόμαστε, σύντομα να βρουν το κουράγιο να ξεπεράσουν την απώλεια. Το χρωστούν και στον εαυτό τους και στη μνήμη σου.
 Η εξόδιος ακολουθία θα ψαλεί αύριο Πέμπτη 14/12/2017, στις 4μμ, στον Ιερό Ναό Παναγία των Βλαχερνών στην Παλλήνη Αττικής και στην τελευταία του κατοικία θα τον συνοδέψουν η οικογένειά του, οι συγγενείς, οι φίλοι  και οι συγχωριανοί του.

Δημήτρη καλό ταξίδι...