Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΩΡΟ ΤΗΣ ΡΗΝΟΥΛΑΣ

Επιμέλεια: Κατερίνα Μπαχάρη-Κουτσουνά
Στο επαρχιακό γυμνάσιο που πήγαινε για πρώτη χρονιά η Ρηνούλα ήταν σα να ήταν "έξω από τα νερά της"! Μοναχική, αλλά όχι απρόσιτη, είχε ζωγραφισμένη στην καρδούλα της μια θλίψη που κανένας δε μπορούσε να καταλάβει τι της συνέβαινε! Λιγομίλητο παιδί αφοσιωμένο στα μαθήματά του δε θα μπορούσε κανείς να το χαρακτηρίσει ακοινώνητο, όχι!
Κάθε διάλειμμα όμως έπιανε μια θέση απόμακρη και παρατηρούσε τις συμμαθήτριές της. Περισσότερες ματιές έριχνε στα πόδια της και λιγότερες στα κορίτσια. Ζήλευε!
Έβλεπε τις γαλότσες της που όσο κι αν ήσαν καλογυαλισμένες δεν έπαυαν να παγώνουν τα παιδικά πόδια της. Οι μπαρολέ κάλτσες της μάνας της, καθαρό μπαμπάκι, ήσαν λίγες για να ζεστάνουν αρκετά τη μικρή έφηβο!
Ένα παλτουδάκι σε μπλε ρουά, με το υπέροχο χρώμα του ερχόταν σε απόλυτη αρμονία με τα ροζακί μαγουλάκια της κι έκαναν τη Ρηνούλα πολύ πιο όμορφη, μόνο που εκείνη δεν το καταλάβαινε. Με τα τρυφερά ζωντανά εφηβικά της χέρια χωμένα βαθιά στις τσέπες του παλτό της έμενε ακίνητη μέσα στην παγωνιά, λες και τιμωρούσε τον εαυτό της για κάτι που δεν έφτανε, για κάτι που δεν είχε. Και το βλέμμα της καρφωμένο μόνιμα στα παπούτσια. Η Αφροδίτη ένα μαμόθρεφτο, ασέβαστο και θρασύ θηλυκό, συμμαθήτριά της, την είχε προσβάλει επιδεικτικά μια φορά δείχνοντάς τη στις φίλες της ότι φόραγε χωριάτικες κάλτσες και μάλιστα της μάνας της. Τέτοιες κάλτσες μονάχα οι μεγάλες γυναίκες φόρηγαν στα χωριά και ήταν σημάδι κατατεθέν της φτώχειας τους, έτσι το πήρε η Ρηνούλα. Ένιωσε μειονεκτικά το παιδί! Έβλεπε την Αφροδίτη, που δε την συμπάθησε ποτέ από τότε, γιατί δεν της συγχώρησε την κακοβουλία της, έβλεπε άλλα κορίτσια πλουσίων ν´ανεμίζουν ελεύθερα μέσα στα ακριβά τους φιγουράτα παλτό, με τα αστραφτερά παπούτσια τους και τις εφηβικές κάλτσες της εποχής και ενώ άλλοτε απλά τα θαύμαζε, τώρα έπιασε τον εαυτό της να ζηλεύει. Ζήλευε φρικτά κι αυτό της έφερνε μεγάλη δυσφορία, που την αντιμετώπιζε με απραξία και εσωστρέφεια.
Το Σαββατοκύριακο που πήγαινε στο χωριουδάκι της, ενώ άλλοτε ήταν μες την τρελή χαρά που θα ´βλεπε τους γονιούς της και τ´αδέρφια της, εκείνη τη φορά ήτανε τόσο σκεφτική κι απόμακρη που η μάνα της, γυναίκα του χωριού αλλά τσαχπίνα και έξυπνη την αγκάλιασε και τη ρώτησε:
-Τι έχεις τρυγόνα μου και στέκεσαι έτσι και δεν παίζεις με τα παιδιά, μήτε διαβάζεις, μήτε γελάς; Τραντάζονταν οι τοίχοι άλλες φορές από το γέλιο σου! Σε πείραξε κανείς;
Και η Ρηνούλα για απάντηση άφησε να κυλήσουν δυο δάκρυα
μαργαριτάρια που πάγωσαν στον αέρα! Η κυρά Δέσπω την κανάκεψε στην αγκαλιά της, της χάιδεψε τα μαλλιά, τα μάγουλα κι ύστερα με τα μητρικά της χέρια σήκωσε το κεφάλι της κόρης της σε θέση να την κοιτάει κατάματα.
Πες μου τώρα της λέει! Πες μου να ξαλαφρώσεις!
Ένα βαρύ αναφυλλητό ξέφυγε από τα φυλλοκάρδια του κοριτσιού και δεν μπορούσε με τίποτα να μιλήσει. Έβλεπε τις υπεράνθρωπες προσπάθειες που έκαναν οι γονείς της για να έχει τα απαραίτητα και δεν ήθελε να τους φορτώσει με τις δικές της έγνοιες. Όμως δε μπορούσε και να κρυφτεί.
Γαληνεμένη κάπως λέει στην κυρά Δέσπω :
-Μητέρα με κοροϊδεύουν στο σχολείο που φοράω γαλότσες και μπαρολέ κάλτσες!
-Ετούτο ήτανε ούλο κι ούλο ,καρδούλα μου, που πίκρανε την όμορφη ψυχούλα σου; Άκου Ρηνούλα μου! Τα "τσουράπια" και "οι γαλότσες" δεν κάνουν τους ανθρώπους, τα φανταχτερά στολίδια και φόρια ούτε κι αυτά! Τους ανθρώπους τους κάνει ο χαραχτήρας τους, η καλοσύνη τους και η όρεξή τους για ζωή! Εσύ ούλα ετούτα τα έχεις ! Να είσαι περήφανη γι αυτό που είσαι! Φορείς τις δικές μου κάλτσες για να μην κρυώνεις, παιδάκι μου, γιατί αυτά μπορούμε να έχουμε τώρα. Αύριο που θα είμαστε καλύτερα θα έχεις κι εσύ αυτά που σου αρέσουν! Άλλωστε γι αυτό δε σπουδάζεις; Θα μάθεις γράμματα, θα γίνεις κάτι καλό, ό,τι ποθεί η καρδιά σου και θα φορείς ό,τι θέλεις! Και στην συμμαθήτρια δε χρειάζεται να κρατείς κακία και να πληγώνεται η καρδούλα σου! Περιφρόνα τη και διάβαζε να την ξεπεράσεις! Με τους δασκάλους σου να είσαι εντάξει, με τους καθηγητές σου μοναχά και με τα μαθήματά σου, ακούς;
Και την ξανάκανε μια σφιχτή ολόζεστη μητρική αγκαλιά!
Το κορίτσι χωρίς να εκφέρει γνώμη, έδειχνε καταλαγιασμένο. Έβρισκε σωστά τα λόγια της μάνας του κι έβαλε μεγαλύτερη επιβολή στον εαυτό του να γίνει επιμελέστερο. Αν και ήταν πολύ επιμελής η Ρηνούλα, ο στόχος και η σιγουριά που είσπραξε από τη μάνα της την ατσάλωσαν και την έκαμαν βράχο! Εκείνη ήταν η πιο ήρεμη νύχτα της ζωής της! Είδε όνειρα τρυφερά, χαρούμενα, προσγειωμένα. Είδε ένα μέλλον γεμάτο ζεστασιά κι από τότε αντί να κοιτάει τις ξεμυαλισμένες πλουσιοκόρες κοίταγε τα μαθήματά της και άλλα παιδιά, που ήσαν χειρότερα από κείνη. Τουλάχιστον εκείνη έλαμπε και δε φόραγε τίποτα σκισμένο! Ήσαν μερικά παιδιά αγόρια ορφανά από πατέρα κι επήγαιναν ακόμα και με σκισμένα ρούχα και παπούτσια στο σχολείο! Η Ρηνούλα ένιωθε τρισευτυχισμένη!
Οι γιορτές των Χριστουγέννων πλησίαζαν! Στο σχολείο είχαν έναν εξαιρετικό φιλόλογο που επιμελείτο τα θεατρικά δρώμενα και μαζί με τα μεγαλύτερα παιδιά είχαν ετοιμάσει μια εξαιρετική χριστουγεννιάτικη γιορτή. Από την τάξη της Ρηνούλας διάλεξαν αυτή που είχε καθάρια και δυνατή φωνή ν´απαγγείλει το ποίημα του Κωστή Παλαμά:
"Να ´μουν του σταύλου έν´ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι την ώρα π´ άνοιγε ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι..!"
Καταχειροκροτήθηκε! Με τα φτωχικά αλλά παστρικά της ρούχα, με τις καλογυαλισμένες της γαλότσες, την ανεμιστή αλογοουρά της καθώς τα καστανοκόκκινα μακριά μαλλιά της περνοδιάβαιναν περήφανα όπως ανέβαινε τα σκαλοπατάκια για να πάρει θέση στη σκηνή, ένιωθε πολύ τρανή εκείνη την ημέρα!
Στο μεταξύ στο γραφείο των καθηγητών υπήρχε μια γλυκειά αναστάτωση. Πηγαδάκια, συζητήσεις, συγχαρητήρια στον υπεύθυνο για τη γιορτή καθηγητή, ευχές για τις επερχόμενες γιορτές.
Μια ψηλόλιγνη καθηγήτρια με καστανά μαλλιά πιασμένα κότσο αρχοντικό, συντηρητικά ρούχα σε σοβαρούς χρωματισμούς και με παρουσιαστικό λίγο ανδροπρεπές, που όμως έκρυβε μια καρδιά γιομάτη καλοσύνη, ζήτησε την άδεια να μιλήσει.
Με πρωτοβουλία είπε των μαθητών και την συνεπικουρία μου συγκεντρώθηκαν αρκετά χρήματα για βοήθεια σε μορφή δώρου εν όψει των εορτών κάποιων παιδιών που η εμφάνισή τους δηλώνει δύσκολη οικονομική κατάσταση. Αν το σχολικό ταμείο θα μπορούσε να συμπληρώσει τυχόν ελλείψεις, θα ήταν μεγάλη μου χαρά να πραγματοποιήσουμε σήμερα κιόλας αυτή μας την επιθυμία!
Μετά χαράς είπε ο λυκειάρχης και χειροκρότησε. Ακολούθησαν και οι άλλοι. Επιλέχτηκαν εθελοντικά τρεις καθηγητές και προτάθηκαν στο λυκειάρχη τα ονόματα των παιδιών. Ανάμεσά τους ήταν και η Ρηνούλα! Δεν ήξερε αν της άρεσε να βρίσκεται ανάμεσά τους από τη μια ενδόμυχα χαιρόταν, από την άλλη έξω της ήθελε να είναι αμέτοχη σ´όλο αυτό το παιχνίδι. Παρ´ όλα αυτά στο άκουσμα του ονόματός της πήρε θέση δίπλα στα άλλα παιδιά που το όνομά τους ακούστηκε νωρίτερα.
Σε λίγο ένα μικρό μπουλούκι ανηφόριζε προς τα μαγαζάκια του κέντρου της μικρής κωμόπολης. Η Ρηνούλα δεν ήξερε αν της άρεσε που βρισκόταν ανάμεσα σε αυτό το μπουλούκι. Απάνω που τα είχε βρει με τον εαυτό της και είχε συμβιβαστεί, τώρα καινούργιες αναταραχές στο είναι της δεν ήξερε αν θα τις άντεχε. Ήταν πολύ ευαίσθητη η Ρηνούλα. Ο καθάριος, ο υγιής εγωισμός της την κρατούσε αδιάφορη. Ντρεπόταν! Δεν ήθελε να τη λένε φτωχή. Δεν ένιωθε φτωχή.
Τις ταμπέλες αυτές τις κολλάνε οι άνθρωποι. Εκείνη ένιωθε πάντα καλά με τον εαυτό της κι άρχισε να μη νιώθει καλά μόνο όταν οι άνθρωποι την είπαν φτωχή. Δε χαιρόταν! Ακολουθούσε μόνο γιατί δε μπορούσε ν´αρνηθεί στην καθηγήτριά της.
Στο δρόμο πήγαιναν σαν τα πρόβατα στο μαντρί, αμίλητα όλα μπουρδουκλώνοντας τα βήματά τους από το στρίμωγμα της αμηχανίας τους. Κλεφτές ματιές δεξιά κι αριστερά και η βρεγμένη άσφαλτος προκαλούσε για πλάτσα πλούτσα μα ποιος τολμούσε εκείνη την ώρα! Σταγόνες βροχής τινάζονταν από τις δεντρόκλαρες και τα σύρματα της ΔΕΗ καθώς καμμιά τσιχλίτσα ή κανένα σπουργιτάκι ξεμεινεμένο στου αλόγιστου την αποκοτιά έκανε παληκαρισμούς πεταρίζοντας.
Η φανταχτερή αλλαλούμ βιτρίνα φάνταζε από μακριά κι έκραζε τα φουσκωμένα πορτοφόλια σ´ένα αποθησαύρισμα γιορτινής χλιδής. Έτσι φάνταζε εκείνη την ημέρα στην Ρηνούλα. Το γαργάλισμα της ζεστής επιθυμίας με την αντίθεση του θεμιτού εγωισμού ήσαν ακόμα ασυμβίβαστα μέσα της. Να γινόταν τουλάχιστον διακριτικά σκέφτηκε! Ήταν ανάγκη να το ξέρει όλος ο κόσμος ότι της αγοράζουν δώρο επειδή είναι φτωχή;
Δεν έμπαινε πρώτη φορά στο κατάστημα αυτό η Ρηνούλα. Είχε μπει αρκετές φορές με τον πατέρα της για τα αναγκαία ενδύματα, αλλά και τις γαλότσες της από αυτό τις είχαν αγοράσει ακόμα και τις μπαρολέ κάλτσες της μάνας της, που εκείνη για να τις δώσει καινούργιες στη Ρηνούλα, έβαλε χίλια "κοπέτουλα" απάνω στις παλιές δικές της για να κυλήσει ο καιρός μπας και πούλαγαν στη λαϊκή κανά γουρουνόπουλο, κανά πουλερικό να ξελασπώσουν.
Τα παιδιά χάζευαν τρογύρω στο κατάστημα συνεπαρμένα από τα φανταχτερά χρώματα, όσο φανταχτερά και καλαίσθητα μπορούσαν να είναι σε μια επαρχιακή πόλη, που και οι έμποροι έφερναν πράγματα, που θα μπορούσαν να ξοδέψουν. Η Ρηνούλα δεν κοίταγε πουθενά! Ήταν αμήχανη και αν υπήρχε τρόπος θα ήθελε να εξαφανιστεί εκείνη τη στιγμή από εκείνον το χώρο. Ταξίδευε στο δικό της κόσμο!
-Αυτό, αυτό κ. Κώστα, είπε η κ.Νάσω η φιλεύσπλαχνη καθηγήτρια κι έδειξε ένα κουτί με ένα ζευγάρι κομψά ίσια παπούτσια που παρ´ότι δεν ήσαν ακριβώς εφηβικά, μάλλον για γυναικεία προσφέρονταν, επειδή δεν υπήρχε κάτι άλλο στο νούμερο της Ρηνούλας και η ποιότητα ήταν από τις πολύ καλές αποφάσισε πως ήταν ό,τι έπρεπε. Το μόνο που τη ρώτησε ήταν αν της έκαναν κι αν χωρούσε σωστά το πόδι της μέσα και καθόλου αν της άρεσαν ή όχι.
Κι ένα ζευγάρι ποιοτικές κάλτσες κ. Κώστα είπε η κυρία Νάσω. Ταιριαστές! Η ζεστασιά που ένιωσε ξαφνικά το κορίτσι ανέστειλε τις ντροπάδες κι άρχισε να καμαρώνει τα όμορφα κοκκινοκαφέ ολοκαίνουργια παπούτσια της.
Με φορεμένα τα δώρα τους η κομπανία επέστρεψε στο γυμνάσιο όπου περίμεναν κουβεντιάζοντας διάφορα οι εναπομείναντες καθηγητές. Στο προαύλιο περιττό να πούμε ότι γινόταν πανζουρλισμός. Η Ρηνούλα και τα άλλα παιδιά με τα καινούργια παπούτσια πού να τολμήσουν να παίξουν. Φοβούνταν μη λερώσουν τα καινούργια τους παπούτσια!
Από την αμηχανία της και τις μπλοκαρισμένες σκέψεις της δε θυμόταν αν ευχαρίστησε δεόντως την καθηγήτρια και το σχολικό ταμείο. Το ταμείο το άφησε στη δικαιοδοσία της καθηγήτριας, όμως το ευχαριστώ και διπλό και τριπλό να ήταν το όφειλε στην καθηγήτριά της, γι αυτό αποφασιστικά και θαρρετά της είπε με καθάρια φωνή:
-Ευχαριστώ πολύ κυρία, δεν είχε σημασία αν ήταν ανύπαντρη ή αφιερωμένη, κυρία τη φώναζαν όλα τα παιδιά, είπε, ευχαριστώ! Καλές γιορτές!
Και μπροστά στην ευγένεια του κοριτσιού λύγισε μια θεριακωμένη ψυχή γιομάτη αγάπη σ´ένα προσκύνημα θεϊκό προσυπογράφοντας το ιερό έργο που επιτελούσε.
Χρόνια πολλά Ρηνούλα είπε! Εσύ θα πας μπροστά παιδί μου!
Το σπίτι στο χωριό έλαμπε μα πιο πολύ έλαμπε η καρδιά της μάνας που έβλεπε μια συγκρατημένη ικανοποίηση στα μάτια της όμορφης κόρης της.
-Ρηνούλα έφερα κουμαριές γιομάτες κούμαρα!
-Ξέρω, ξέρω είπε η Ρηνούλα και φώναξε τ´αδέρφια της.
-Κι εγώ έφερα ένα δώρο μανούλα! Ένα δώρο που ήρθε στην ώρα του να χρωματίσει λίγο τη φτώχεια μας και να ζεστάνει τη ματαιοδοξία μου! Ναι, ναι, έτσι μιλούσε η Ρηνούλα, όταν ήτανε στα φόρτε της ικανοποίησής της και χαιρόταν η ψυχή της, "περί γραμμάτων" όπως έλεγε καμαρώνοντας η γιαγιά της. Φορτωνόταν με αυτοπεποίθηση και σιγουριά και σ´αυτό είχε συντελέσει σημαντικά η κυρία Νάσω η μητέρα της.
Στο ήδη συγυρισμένο σπίτι, που δε σου έδινε την εντύπωση του φτωχικού, ήτανε μεγαλόπρεπο, αλλά όλες οι οικονομίες πήγαν εκεί λίγο πριν παντρευτούν οι γονείς της, τα πράγματα όπως για τους περισσότερους μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο δεν ήρθαν τόσο ευνοϊκά και ξέμειναν από φράγκα, η Ρηνούλα πήρε μια καλογυαλισμένη στάμνα ψηλή και λυγερή σαν νιόβγαλτη κοπελούδα με δυο χαριτωμένα χερούλια και την ακούμπησε σε μια λεύτερη γωνία του σπιτιού στη σάλα. Όταν θεώρησε ότι της έδωσε τη θέση που της ταίριαζε τη γέμισε νερό ως τη μέση για να είναι στέρεη και τοποθέτησε μέσα της μερικά πλούσια κλωνάρια κουμαριάς κατάφορτα με τους ιδιαίτερους σε γεύση καρπούς που στην προκειμένη εξυπηρετούσαν τα στολίδια του χριστουγεννιάτικου δέντρου, σκόρπισε εδώ κι εκεί μπαμπακάκια που υποδήλωναν το χιονισμένο δέντρο, πήρε μια κάρτα με τη γέννηση που ότι την είχε φέρει ο ταχυδρόμος από τα ξένα σταλμένη και την ακούμπησε κι αυτήν. Τέλος ζωγράφισε σ´ένα χαρτόνι ένα αστέρι, το τύλιξε με κίτρινο λαμπερό νήμα που βρήκε εύκολα στο σπίτι και το κάρφωσε στην κορυφή! Καθόλου δεν ενόχλησε τ´αδέρφια της σ´αυτό, σιγά να μην τα ένοιαζε να βάλουνε την κουμαριά στη στάμνα, αφού κουμαριές βλέπανε κάθε ημέρα στα χωράφια τους που πήγαιναν κι έβοσκαν τα πρόβατάκια τους και δυο γιδούλες που προμήθευαν την οικογένεια με το ωφελιμότατο γαλατάκι και το άλλα προϊόντα. Προτιμούσαν εκείνη τη στιγμή το χορομπουλητό με τους φίλους τους στη γειτονική αυλή γι αυτό και αγνόησαν το αρχικό της κάλεσμα. Μονάχα όταν τους μοίρασε χαρτάκια και τους είπε να γράψουν από μια ευχή και να την κρεμάσουν στο δέντρο με την πεποίθηση ότι θα επραγματοποιείτο, τότε μόνο συγκινήθηκαν κι έκαμαν με χαρά χωρίς να γυρέψουν επεξηγήσεις αυτό που τους πρότεινε η αδερφή τους. Τώρα πώς θα τα έβγαζε πέρα η Ρηνούλα με τ´αδέρφια της αφού ήταν κομμάτι δύσκολο να γίνουν εκείνη τη στιγμή πραγματικότητα οι όποιες ευχές των αδελφών της, δεν το γνώριζε κανείς. Θα είχε το σκοπό της. Γιατί εμείς να θολώσουμε τις λαμπυκαρισμένες σκέψεις του κοριτσιού; Τ´ αδέρφια της ούτε που ζήλεψαν διόλου όταν είδαν τα καινούργια παπούτσια της Ρηνούλας, ούτε που κλαψούρισαν ότι ήθελαν κι εκείνα, αντίθετα τα χάϊδεψαν και το θεωρούσαν δίκαιο να έχει καινούργια παπούτσια η αδερφή τους, αφού πήγαινε στο γυμνάσιο. "Ταχιά που θα πάαιναν και του λόγου τους" όπως έλεγε η βάβω θα έπαιρναν και καλύτερα. Η γλυκειά παρηγοριά της μάνας, της βάβως, πόσο λυτρωτικά στήριζε τις αγνές ψυχούλες, τις άδολες, που είχανε μάθει να συμβιβάζονται με όλα!
Όταν η οικογένεια μαζεύτηκε για το βραδυνό φαγητό συζητήθηκε και το θέμα του δώρου!
Ας είναι καλά είπαν! Ο Θεός να της χαρίζει ό,τι επιθυμεί! Η αλήθεια όμως ήταν πως ναι μεν χαίρονταν, αλλά δεν ήταν αυτό που ήθελαν, να φροντίζουν δηλαδή οι άλλοι για τη χαρά των παιδιών τους τέτοιες γιορτινές μέρες. Αισθάνονταν άβολα και τα συναισθήματά τους ήσαν πνιγμένα και μπερδεμένα. Προσπάθησαν να μη φανεί αυτό στα παιδιά. Άλλωστε εκείνοι τα είχαν πολύ καλά με τον εαυτό τους. Δούλευαν σκληρά για να τα ταΐσουν, να τα σπουδάσουν, να τα μεγαλώσουν! Τι άλλο να έκαναν; Έβαζαν προτεραιότητητες και τις τηρούσαν με ευλάβεια. Πάντα η ανάγκη σε υποχρεώνει σ´αυτό!
Δόξα τω Θεώ, είπαν όλοι κι έκαμαν το σταυρό τους! Έχει ο Θεός αντιφώνησε η βάβω! Και μια γαλήνη απλώθηκε γύρω καθώς το αναμμένο τζάκι σπίθιζε ζεστασιά που αναδείκνυε τ´άρωμα του χιονισμένου κουραμπιέ και μύρισε το δωμάτιο.
Η αίσθηση της γιορτής είχε αρχίσει να χορεύει στους ρυθμούς της καρδιάς τους.
Εκείνο που ήταν μεγαλειώδες με το χτύπημα της πρώτης χριστουγεννιάτικης καμπάνας ήταν το κάτασπρο τοπίο που αντίκρυσαν ανοίγοντας την πόρτα!
"Χιόνια στο καμπαναριό ξυπνησ´ όλο το χωριό..! Το τραγούδι που τους μάθαινε από τα μικράτα τους ο παπά Γιώργης αντήχησε γλυκά στ´ αυτιά τους. Παρά το "τουρτούρισμα", από το κρύο η οικογένεια ανηφόρισε με τις κλαγγές της πίστης κράχτες και της ελπίδας την απαντοχή για καλύτερες μέρες. Με τα καλά τους! Και η Ρηνούλα με τα καινούργια της παπούτσια! Ήταν σα να φόρηγαν ούλοι καινούργια παπούτσια! Είχε άραγε τόση δύναμη η ψευδαίσθηση; Μάλλον!
Το πρώτο κερί στην εκκλησία ανάφτηκε για το νεογεννηθέντα Χριστό, το άλλο για την προνοητική και καλοσυνάτη καθηγήτρια με μια ευχή που η Ρηνούλα την κράτησε μυστική. Μονάχα εκείνη και ο Χριστός ήξεραν! Τι να είπαν άραγε οι δυο τους, ένα μωρό και μια έφηβη; Εκείνο που ακούστηκε όμως από το γλυκόλαλο στόμα της Ρηνούλας μαζί με τους ψαλτάδες και τις καμπάνες που το διαλαλούσαν ήταν το:
"Δόξα εν Υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία"!

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2018

Ευχές Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς!

Υγεία, αγάπη, ευτυχία, δημιουργικότητα... είναι μερικές μόνο από τις ευχές μας για τα φετινά Χριστούγεννα και τη Νέα Χρονιά που πλησιάζει! 

Καλά Χριστούγεννα και Καλή Πρωτοχρονιά! 

Το Δ.Σ του Πολιτιστικού Συλλόγου Ταξιαρχών "Η ΜΟΦΚΙΤΣΑ"

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

Χρόνια πολλά πατριώτες!


Το βυζαντινού ρυθμού εκκλησάκι των Παμμεγίστων Ταξιαρχών στη Μοφκίτσα.
Μετράς τρεις τέσσερις γενιές μ´ακόμα στέκεις όρθιο, βιγλάτορας και δυνατό και ευλογάς τον τόπο.
Άμφια χρυσά δε γνώρισες ούτε Δεσπότης μπήκε με το ραβδί του το χρυσό και τη χρυσή του μήτρα... παράταιρη τέτοια μορφή στην ταπεινή σου τη θωρειά.
Βελούδα χρυσοποίκιλτα δε χάϊδεψαν την Άγια Τράπεζά σου κι η πέτρα της περήφανη δέχεται τ´Άγια Δώρα με ταπεινό ένα κέντημα άξιας δουλεύτρας κόρης, παρθένας υποταχτικής, γλυκειάς, χρυσομαλλούσας.
Ο ήλιος δε λαμπύρισε πάνω σε χρυσοπέτραδα σαν η κλεφτή ματιά του έμπαινε απ´ τα μικρά φτωχά παράθυρά του.... μα χάιδευε κάθε φορά ...όπως χαϊδεύει ακόμα ...ισχνές φιγούρες στο μυαλό, γιατί στους τοίχους όχι, της Παναγιάς, των Άγιων και του Χριστού αντάμα. Μα σαν οι Μοφκιτσάνοι σου μπαίνουν και προσκυνάνε σ´αυτόν τον τόπο το φτωχό, τον καταφρονεμένο, Άγια Σοφιά σε βλέπουνε και κραίνουν και θωρούνε τόνους χρυσάφια, μάρμαρα, τόνους τα μπιχλιμπίδια που ταίριαζαν σε βασιλιά άξιο τ´ονόματός του, σ´Αρχιστρατήγων φορεσιά με τα χρυσά σπαθιά τους.....
Παντοτινά σου ταπεινό και καταφρονεμένο....
Κάθε γιορτή σου μοναχά οι ευωδιές περσεύουν του μοσχολίβανου....κι οι ψαλμωδιές φτωχών ψαλτάδων με αγνή καρδιά σαν τη δική σου ουράνιες μοιάζουνε φωνές σαν ´κείνες των αγγέλων....κι η φύση ολοτρόγυρα πρωτοβροχιού το χώμα, την ευωδιά ξερνάει μ´αγάπη περισσή λιβανωτό....κι ακόμα τα ενδημικά πουλιά που μύρισαν τραγούδι ήρθαν να ψάλουνε μαζί ύμνο, δοξολογούδι....και οι νωπές πατημασιές του κόσμου στο γρασίδι .... κάθε σταγόνα αδάμαντας κάθε σταγόνα γρόσι...κολλάνε στα παπούτσια τους, παλιά γυμνές πατούσες...κι ο θησαυρός που θέριεψε μες την ψυχή...χαμόγελα μοιράζει κι ευχές....
Κι εσύ ξωκλήσι ταπεινό με μόνη δόξα το ρυθμό χαρά μοιράζεις.....την ευλογία στέλνεις....στων Αρχαγγέλων τη μορφή τους ταπεινούς μοιραίνεις κι όλους μυρώνεις θάματα..
για Χρόνια και Καλά Πολλά και πάλι ξαποσταίνεις....
Χρόνια πολλά χωριανοί ! Χρόνια πολλά πατριώτες!

      Κατερίνα Μπαχάρη Κουτσουνά

Η Μοφκίτσα ολόϊδια και φέτος!


Αντί για καλημέρα!
Η Μοφκίτσα ολόϊδια και φέτος! Δε χορταίνεις να κοιτάς τριγύρω! Aποθανάτισα αυτή την ομορφιά! Χαρείτε την!
Το καλύτερο για το τέλος φυσικά! Η Μοφκίτσα πνιγμένη στα κυκλάμινα! Κυκλάμινα φυτρωμένα στην κυριολεξία πάνω στις πέτρες! Κυκλάμινα της ομορφιάς, κυκλάμινα της αγάπης, κυκλάμινα της λιτότητας, της αστείρευτης στέρησης, της απεριόριστης γοητείας, της παρηγοριάς ,της ελπίδας! Δέστε αλληλεγγύη! Δες τε σφιχταγγαλιάσματα!
Τ´όνειρο πλέκεται στο στρίμωγμα και η αλήθεια στη σιωπή!
Το ηλιόφως αγκαλιάζει ζωτικά τον άλικο ανθό τους, το σύννεφο τα προστατεύει, η βροχή τα δροσίζει, ο χρόνος ο αδυσώπητος τα καλεί αργά -αργά σ´ένα μαρασμό ευθανασίας, λυτρωμό τον λέει εκείνος, μα τα μάτια μου βλέπουν το παρόν! Και το παρόν είναι τέλειο! Μου αρέσει!
Ας ενώσουμε τις ματιές μας, φίλοι! Αυτό που θα εισπράξουμε δε ζυγίζεται ούτε πουλιέται! Χα-ρί-ζε-ται !
Απολαύστε το! Μη θελήσετε να με συναγωνιστείτε όμως, αυτό δε γίνεται, εκτός κι αν πάτε μια βόλτα  στη ΜΟΦΚΙΤΣΑ!
Κατερίνα Μπαχάρη-Κουτσουνά

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2018

28η Οκτωβρίου 1940!


Εθνική γιορτή, ημέρα μνήμης, τιμή και δόξα γι' αυτούς που θυσιάστηκαν διώχνοντας τους κατακτητές! ΑΘΑΝΑΤΟΙ!
O Γκράτσι στα απομνημονεύματά του, που εξέδωσε το 1945, περιγράφει τη σκηνή:
«Έχω εντολή κ. πρωθυπουργέ να σας κάνω μία ανακοίνωση και του έδωσα το έγγραφο. Παρακολούθησα την συγκίνηση εις τα χέρια και εις τα μάτια του. Με σταθερή φωνή και βλέποντάς με κατάματα ο Μεταξάς μου είπε: "Αυτό σημαίνει πόλεμο". Του απήντησα ότι αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί. Μου απήντησε ΟΧΙ. Του πρόσθεσα ότι αν ο στρατηγός Παπάγος..., ο Μεταξάς με διέκοψε και μου είπε: ΟΧΙ! Έφυγα υποκλινόμενος με τον βαθύτερο σεβασμό, προ του γέροντος αυτού, που προτίμησε την θυσία αντί της υποδουλώσεως» 
Το "Έπος του Σαράντα" είχε αρχίσει! 

Λογύδριο από την Κατερίνα Μπαχάρη Κουτσουνά

 ΟΙ ΨΥΧΕΣ ΤΩΝ ΦΑΝΤΑΡΩΝ ΜΑΣ

Πού πήγαν οι ψυχές που χάθηκαν; Εκείνα τα κουφάρια στις χαράδρες; Εκείνα τα κουφάρια στα βουνά; Είχανε μέσα τους μια ψυχή αστραφτερή, αθώα και κατάσπρη... που ήθελε μονάχα να δουλεύει το χωράφι της και να τρώει γλυκό ψωμί η φαμίλια της....
Ποιος είσαι συ κατακτητή που δε σε φτάνει ο τόπος σου αχρείε, που δε σε φτάνει ο τόπος σου δειλέ και θέλεις να χορτάσεις με τις ψυχές των αλλωνών;
Λουλούδια γίνανε από το στρίμωγμα του πολέμου για αποδημητικά πουλιά της μοίρας μπέρδεμα, της άγουρης αγάπης αποκοτιά;
Δε μπορεί να χάθηκαν! Δε μπορεί μια ψυχή να χαθεί... δε μπορεί...
Εκείνο το φουρφούρισμα κι εκειό το κρώξιμο στον ουρανό κάτι θυμίζει στη μάνα που ´χασε το γιο, στην κόρη τον πατέρα, στ´αγόρι τον δικό του, στη γυναίκα τον άντρα της, στην αγάπη την αγάπη της...
Γύρνα το κεφάλι στον ουρανό και κοίτα! Εδώ είμαστε σου λένε! Εδώ! Βλέπουμε όσους αγαπάμε μα κι όσους μας έκοψαν το νήμα της ζωής κι όσους με ασέβεια αμαυρώνουν τη μνήμη μας. 
Πουλιά και πεταλούδες σαν βλέπετε στον ουρανό γυρίστε τα μάτια... είμαστε μεις οι άθαφτοι και οι κατατρεγμένοι γυμνοί κι αφρόντιστοι. Είμαστε εμείς που τα δώσαμε όλα για μια πατρίδα... που όταν μας κάλεσε τρέξαμε με χαμόγελο...τρέξαμε πότε χορτάτοι, πότε νηστικοί, πότε στεγνοί, πότε βρεγμένοι και μόνιμα ψειριασμένοι κι αλωνίσαμε τα βουνά, κι είδαμε τους αδερφούς και τα ζα μας να ψοφούν μπροστά στα μάτια μας και νιώσαμε τους ώμους μας να βαραίνουν από τη βροχή και το χιόνι, να χώνονται στη λάσπη τα πόδια μας και κολλάνε τ´άρβηλα και λυπούμασταν τα ζωντανά μας που κουβάλαγαν τα κανόνια και τα πολυβόλα και τα βοηθάγαμε σπρώχνοντας στον ανήφορο τα κοπιασμένα κορμιά τους, εμείς που κάναμε τον αέρα δύναμη και τη νηστικομάρα μάνα, που αντί να μας κόψει μας εθέριευε κι όταν η χειροβομβίδα κι η ντουφεκιά μας θέρισαν είδαμε την ψυχή μας την ίδια να γίνεται πεταλούδα και γερανός και άσπρο λούλουδο και μπαίναμε στ´αγένητα παιδιά κι είμαστε καμπόσοι ανακυκλωμένοι κοντά σας... κι άλλοι περιπλανιόμαστε στους ουρανούς ακόμα αδικαίωτοι... αγέλαστοι για το ανήκουστο και το παράλογο της αχαριστίας...
Ο βόγγος μας έγινε κεραυνός, το παράπονό μας σύννεφο κι η αγάπη μας βροχή... η ανάσα μας αγεράκι που χαϊδεύει.... η οπτασία μας όνειρο... η ιστορία μας παραμύθι...

Σάββατο 7 Ιουλίου 2018

Στους Ταξιάρχες Ηλείας η ΕΤ3 και η εκπομπή "Κυριακή στο Χωριό"


Στους Ταξιάρχες Ηλείας θα βρεθεί  στις 29 Ιουλίου 2018 η ΕΤ3 και η γνωστή εκπομπή "Κυριακή στο χωριό".  
  Αντικείμενο της εκπομπής θα είναι η συνολική παρουσίαση του χωριού μας και θα συμμετάσχουν στα γυρίσματα ο Πολιτιστικός Σύλλογος Ταξιαρχών "Η ΜΟΦΚΙΤΣΑ", οι φορείς της περιοχής, επαγγελματίες , κλπ. Η εκπομπή θα ταξιδέψει στο χωριό μας για να μεταφέρει τον παλμό της επαρχίας, των αγροτών, των νέων επιχειρηματιών και όλων αυτών που ζουν στην περιφέρεια, δημιουργούν και στηρίζουν τον τόπο τους ο καθένας με το δικό του τρόπο. Μια εκπομπή με διάφορες θεματικές ενότητες που θα επισκεφτεί  τοποθεσίες, μνημεία της περιοχής. Θα γίνει παρουσίαση παραδοσιακών εδεσμάτων αντιπροσωπευτικών του χωριού μας.  Μια αξιόλογη προσπάθεια για την ανάδειξη του τόπου μας, της παράδοσης και της ιστορίας του.
 
Αιμοδοσία: Σάββατο 28 Ιουλίου 2018 (ώρες 9πμ-13.00) στους Κάτω Ταξιάρχες στο Κοινοτικό Γραφείο.
Η αιμοδοσία μας θα αποτελέσει και θεματική ενότητα της εκπομπής της ΕΤ3. Παρακαλούμε όλους τους πατριώτες και ειδικά τους νέους να πλαισιώσουν αυτή την προσπάθεια του συλλόγου μας, για την ενίσχυση της Τράπεζας αίματος του χωριού μας.
Παρασκευή 10 Αυγούστου, παράσταση Καραγκιόζη:
(Ο Καραγκιόζης Νύφη) από το θίασο του θεάτρου σκιών Χρήστου Πλέσσα, στο θεατράκι του χωριού μας  στ' Αλώνια για τους μικρούς και τους μεγάλους.
15Αύγουστος:  Εκκλησιασμός του Συλλόγου - Αρτοκλασία (Εορτή του συλλόγου μας). 
Πανηγύρι στα πλατάνια στη βρύση με παραδοσιακή μουσική.

Το διοικητικό συμβούλιο του συλλόγου μας, σας προσκαλεί να τιμήσετε με την παρουσία σας τις πολιτιστικές εκδηλώσεις που θα πραγματοποιηθούν στο χωριό μας.
Ευχαριστούμε ολόψυχα όλους όσους πλαισιώνουν τις εκδηλώσεις  μας, όλους όσους βοηθούν με κάθε τρόπο την πραγματοποίησή τους, αλλά και όσους στηρίζουν διαχρονικά το Σύλλογό μας και το έργο του.
Ευχόμαστε σε όλους « Καλό καλοκαίρι»
                                                            Το Δ.Σ. του Συλλόγου

Πέμπτη 10 Μαΐου 2018

Η ΒΡΥΣΗ ΤΗΣ ΕΤΙΑΣ!

Της Κατερίνας Μπαχάρη-Κουτσουνά
Η Βρύση της Ετιάς!
Στη βρύση που λαχτάρησα νεράκι να διψάσω,
να δροσιστώ και να βραχώ, ζωή να ξαποστάσω,
ήρθα και βρήκα ερημιά και μούσκλια φυτρωμένα!
Και το λιμπί κι η γούρνα της πλήρως ερημωμένα!
Οι μνήμες στήσανε χορό και οι λυγιές καρτέρι
κι είπανε: -Ξένη πώς γυρνάς απ´τα δικά μας μέρη;
-Δε με γνωρίζεις βρύση μου, που ήπια το νερό σου,
τα ζωντανά μου πότισα, στάθηκα στο πλευρό σου;
-Ήσουνα νια, νεράιδα μου, με γυριστές πλεξούδες!
Και τώρα γλυκομίλητη, μα σαν τ(ι)ς ξενοκυρούδες!
Πούν´το ξυπόλυτο παιδί με το πλατύ το γέλιο;
Τα γίδια και τα πρόβατα, το ξύλινο φραγγέλιο;
Πού ´ναι η βήκα, το σταμνί, κόπανος και βαρέλα;
Ο γάιδαρος και τ´άλογο που ´κάναν πασαρέλα!
Τα κοριτσούδια κι οι φωνές που και νεκρό ανασταίναν;
Θυμάσαι ,,χορομπουλητό,,κι ύστερα ξεθυμαίναν
στη γούρνα μου τη δροσερή, την καλογυαλισμένη;
Πλατσούρισμα, μπουγέλωμα κι ας ήσουν στολισμένη!
Στο ένα χέρι το τυρί, στ´ άλλο το παξιμάδι
σα χόρταινες που μ´εβαζες με το ξερό σημάδι;
-Βρύση μου, εκείνα μέσα μου τα κουβαλώ! Κι εσένα!
Κι όπου βρεθώ κι όπου σταθώ, τρώγω απ´τα περασμένα!
Κι ήρθα κοντά σου σήμερα λίγο να ξαποστάσω,
να θυμηθώ το παρελθόν και νιότη ν´αγοράσω!
-Δεν την πουλώ τη νιότη εγώ κι ας είμαι στα κουρέλια!
Εδώ νά ´ρθείς για να τη βρεις με βήκες και βαρέλια!
Κι αν αρρωστήσεις, γιατρικό θα δώκω το νερό μου,
μα στέρεψε κι αυτό μ´εσέ, χάθηκε τ´ονειρό μου!
-Βρύση μ´, τα χίλια πρόβατα, οι δέκα τσοπανάδες,
που πότιζαν, ξεδίψαγαν κοπέλια και μανάδες;
Δε σου ´τοιμάσανε στολή στη σχόλη να φορέσεις,
στο πανηγύρι, στη γιορτή, Χριστού, Λαμπρή, ν´αρέσεις;
Δεν ήρθαν την Πρωτοχρονιά κορίτσια να γεμίσουν,
να πιούν τ´αμίλητο νερό, με τύχη να φορτίσουν;
Να σε ταΐσουνε γλυκό και να σ´αλείψουν μέλι;
Να τραγουδήσουν ωσσανά οι ψαλτάδες κι οι αγγέλοι;
-Σα γριά μ´αφήκαν μοναχή, στέρφα σαν προβατίνα,
να σιγοστάζω δάκρυα, σα χήρα απ´την Αθήνα!
Τι έχασα γι άντρα το βουνό, την Πλεύρη στα καμμένα!
Τα περδικοπερίστερα τά ´χω κι αυτά χαμένα!
Δεντρί, αγραπίδι, κουτσουπιά, πουρνάρι, κουμαρίτσα,
την πεύκα, τη βελανιδιά και τη μικρή αγριελίτσα!
Βουή τα βρήκε τα δεντρά και μένα συφορίτσα!
Οι ξυλοκόποι τά ´σουραν απ´την κατηφορίτσα!
Ο άμπουλας πιο πάνω γιε, θυμάσαι, δες οι βράχοι!
Στο σχιστολίθι είχαν φωλιά κάβουροι και βατράχοι!
Σφήκες, σερσέγκια, μέλισσες, μερμήγκια, πεταλούδες,
σκύβαν κι επίναν κι έλεγαν λόγια σαν κοπελούδες;
Τα φίδια γοργοσέρνονταν, γιορντάνια η φορεσιά τους
και τά ´πνιγε του άμπουλα η χαρά μες τη δροσιά τους;
Το πανηγύρι του άμπουλα και το δικό μου αντάμα
θυμάσαι που το γλένταγαν και το ´καναν ρεκλάμα;
-Θυμάμαι, βρύση μου καλή, και τούτα κι άλλα τόσα!
Τα νυφοστόλιστα προικιά, τα χαρανιά, τη Γκιόσα!
Κόρες λευκαίναν τα πανιά και γριές τις ορμηνεύαν
και ζευγολάτες πέρναγαν, σιμά σου ξεπεζεύαν!

Το ξωκλήσι της Ετιάς!
Κι όταν στη σχόλη της Κυράς απάνου στο ξωκλήσι,
8 Σεπτέμβρη με καλό, κοπέλια, νιοί μελίσσι,
δίνανε όρκους, πέζευαν για τη δική της Χάρη
κι αυτή ευλόγα πρόθυμα και νια και παληκάρι!
Θυμάμαι τα Χριστούγεννα, εκείνο το Δεκέμβρη
πού ´πλένα τα γουρνάντερα στο παγωμένο αγέρι,
κι η ζεστασιά των σπλάχνων σου θώπευε την ψυχή μου,
τη μάνα που αγκομάχαγε κι ήμουνα μοναχή μου!
Κι απέναντι, φιγούρα σου, αυλή σου, συντροφιά σου,
(του) Ψαρρού ο κήπος έστεκε, θρέμμα και ομορφιά σου,
με κηπομαγερέματα κι οπωρικά και τη συκιά δικιά σου!
Η στέρνα του έτρεφε πολλά βατράχια σαν παιδιά σου!
_Ξέχασες το σιγόντο μου, που εκράταγα στους νέους;
Και τα φιλιά, τους όρκους τους, Ιουλιέτες και Ρωμαίους;
_Και την ελιά της νόνας μου πιο πάνω στην πεζούλα
που έστεκε φύλακας πιστός στα φόρα και στη ζούλα!
-Τώρα τα βάτα συντροφιά, τα σκίντα κι οι λυγιές μου,
τα μούσκλια, νεροκάρδαμα, βατράχια, οι πληγές μου!
Ανάμεσα στις πέτρες μου λειχήνες, βρύα, ξέρες,
μετρούν τους χρόνους, τους καιρούς και τις καλές τις μέρες!
Στ´αρχαία θά ´μαι κάποτε, στ´αζήτητα ίσως μείνω
και στου χωριού τους κάτοικους (ποιούς;) ίσως νερό δε δίνω!
Μα εγώ θα στέκω όσο μπορώ, θ´ανοίγω τη θωρειά μου
κι όποιος διαβάτης σαν και σε κοιτά την αρχοντιά μου
μαραζωμένη, τραγική, με νου που ταξιδεύει
κι αναθυμάται τα παλιά, δακρύζει και ,,λαγγεύει,,!
Αχός ακόμα έρχεται του κόπανου η αψάδα
και πανηγύρι και γιορτή π´έδιωχναν την αγριάδα!
-Σκύβω που λες να πιώ νερό, να πιω, να ξεδιψάσω!
Δεν είχε γεύση του καιρού, πικρό ήτανε σα γράσο!
Κι έφερε δίψα πιότερη, δίψα φαρμακωμένη!
Ήτανε το παράπονο...κι η βρύση περιμένει.....
...γενιά να φέρει το ξυστρί, νιο να τήνε ξυστρίσει
και νια κι αρραβωνιαστικιά να την καλογυαλίσει!
Το σύννεφο παρακαλεί να βρέξει το νερό του....
Η γούρνα γιόμισε νερό και τρέχει...στο πλευρό του!
Είπε ! Κι εξύπνα απ´ το βαθύ τον ύπνο που είχε πάρει
και μες τ´ονειροτάξιδο δεν έπαιρνε χαμπάρι
πως την δροσιά της κουβαλώ, την τώρα και την τότε!
Έφυγα και παρακαλώ ! Αμήν Θεέ μου, πότε;
Φωτό της περιοχής με το ξωκλήσι και κάτω η βρύση!
                              Υ.Γ. Οι Μοφκιτσάνοι, δεμένοι με τον τόπο μας δικαιολογούμε το συναίσθημα και την προσωποποίηση, τις μνήμες και τη λαχτάρα για την αναβίωση και δεν παύουμε να ονειρευόμαστε ποτέ!

Τετάρτη 9 Μαΐου 2018

Γάμος: Το ωραιότερο ραντεβού της ζωής!


Τα δικά μας παιδιά, Ο Νίκος και η Μάγδα παντρεύτηκαν. H νύφη από το χωριό μας, η Μάγδα Ανδριοπούλου κόρη του Σάκη Ανδριόπουλου και της Αντωνίας, παντρεύτηκε τον εκλεκτό της καρδιάς της Νίκο Καρτσώνη, το Σάββατο 5 Μαίου 2018, στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Καρέα Αττικής, σε ένα όμορφο γάμο που πραγματοποιήθηκε βροχερή μέρα. Τα υπέροχα πράγματα όμως στη ζωή μας αποδεικνύουν πως ακόμα και με τη βροχή ένας γάμος μπορεί να είναι πολύ όμορφος και πραγματικά ήταν. Στο μυστήριο του γάμου παρευρέθησαν οι συγγενείς αλλά και οι προσκεκλημένοι φίλου του ζευγαριού. Πραγματικά ήταν ένας υπέροχος και ζεστός γάμος!
Μετά το μυστήριο ακολούθησε δεξίωση με αρκετό φαγητό, χορό και διασκέδαση στο κέντρο "Αστέρια". Το ζευγάρι εκπλήρωσε το όνειρό του με τον καλύτερο τρόπο και όλοι εμείς τους ευχόμαστε όσο χαρούμενοι και ευτυχισμένοι νιώθουν σήμερα που παντρεύτηκαν τόσο και περισσότερο να νιώθουν κάθε μέρα της ζωής τους.
Νίκο και Μάγδα να ζήσετε ευτυχισμένοι!


Τετάρτη 2 Μαΐου 2018

“Ένα πακέτο τσιγάρα στο κομοδίνο”!


Συνέντευξη: Λουκάς Καρνέσης, συγγραφέας.
Σήμερα θα σας παρουσιάζω μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη με το (συνταξιούχο της ΑΤΕ) Λουκά Καρνέση συγγραφέα, σύζυγο της πατριώτισσάς μας Αναστασίας (Τασίας) Μπαλαδήμα!
Βιογραφικό
Ο Καρνέσης Λουκάς γεννήθηκε στην Σαλαμίνα και σπούδασε στην Ανωτάτη Βιομηχανική Πειραιά. Είναι παντρεμένος, με την Αναστασία Μπαλαδήμα, έχει δυο γιους και κατοικεί μόνιμα στο Χαϊδάρι. Εργάστηκε στην ΑΤΕ μέχρι τον Νοέμβρη 2014, όπου (αναγκαστικά) έκανε χρήση της εθελουσίας εξόδου από τον νέο εργοδότη Τράπεζα Πειραιώς.
Η συνέντευξη δόθηκε στον συνάδελφό του και φίλο κ. Γιώργο Γιαννόπουλο.
Ερώτηση: Γιώργος Γιαννόπουλος
Τα βιβλία που έχετε εκδώσει;
Απάντηση: Λουκάς Καρνέσης
Πάντοτε όταν είχα λίγο χρόνο (ξέρετε καλά τις συνθήκες της δουλειάς μας) μου άρεσε πολύ να γράφω. Έχω 5 χειρόγραφα μυθιστορήματα στο συρτάρι που περιμένουν τη σειρά τους.
Το πρώτο μου βιβλίο “ένα πακέτο τσιγάρα στο κομοδίνο” εκδόθηκε τον περασμένο Νοέμβριο από τις εκδόσεις ΛΥΚΟΦΩΣ , ενώ έχω αυτοεκδόσει ηλεκτρονικά και ένα θεατρικό, με τίτλο “Εσωτερικοί διάλογοι”.
Ερώτηση: Λίγα λόγια για το περιεχόμενο του έργου σας;
Απάντηση: “Tο πακέτο” είναι το πρώτο χάρτινο παιδί μου και το αγαπώ πολύ. Το περιεχόμενο στρέφεται γύρω από την “ταύτιση” συγγραφέα και ήρωα που προκαλεί μια υποσυνείδητη σύγκρουση, βάζοντας παράλληλα και διάφορα θέματα προς συζήτηση που νομίζω αφορούν πολλούς από εμάς. Στο βιβλίο οι κεντρικοί ήρωες είναι δύο, ο συγγραφέας Βασίλης Αντωνίου και ο ήρωάς του Στάθης Καραλής. Αρχικά, παρουσιάζεται ο Στάθης Καραλής. Ο Στάθης είναι ένας ανώτερος δημόσιος υπάλληλος, έχει μια καλή οικογένεια, δεν αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα και έχει κατορθώσει να περάσει την οικονομική κρίση χωρίς απώλειες. Ωστόσο, κάποια στιγμή αρχίζουν να εμφανίζονται στη ζωή του διάφοροι άνθρωποι που φαίνεται τον γνωρίζουν και του δίνουν διάφορες συμβουλές, χωρίς όμως, ο ίδιος να τους γνωρίζει πάντα. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι συστήνονται στον Καραλή ως άνθρωποι κάποιου συγγραφέα που έχει επιλέξει τον Στάθη για να τον κάνει πρωταγωνιστή σε ένα βιβλίο του. Ενώ αυτό συνεχίζεται, παρουσιάζεται στον αναγνώστη ο Βασίλης Αντωνίου, ένα συγγραφέας που πασχίζει να ολοκληρώσει το νέο του βιβλίο. Ο ίδιος δυσκολεύεται να βρει την έμπνευσή του και ο εκδότης του τον πιέζει ζητώντας του γρήγορα ένα βιβλίο που θα κάνει πολλές πωλήσεις. Αν και στην αρχή τα δύο πρόσωπα, ο Καραλής και ο Αντωνίου, μοιάζουν να μην έχουν καμία σχέση, γρήγορα διαπιστώνουμε ότι αυτό δεν ισχύει. Η ζωή του Στάθη Καραλή καθορίζεται ουσιαστικά από τον Βασίλη Αντωνίου, ο οποίος τον έχει επιλέξει για να είναι ο ήρωας του βιβλίου του. Πιεσμένος από τον εκδότη του να γράψει ένα βιβλίο που να συγκινήσει και να αρέσει στους πολλούς, ο Αντωνίου αποφασίζει να «τσαλακώσει» τον ήρωά του. Σε μια φωτογραφία που στέλνει από ένα επαγγελματικό της ταξίδι η γυναίκα του Καραλή, αυτός παρατηρεί ένα πακέτο τσιγάρα στο κομοδίνο του δωματίου της. Γνωρίζοντας ότι η γυναίκα του δεν καπνίζει, ο Καραλής σοκάρεται και αποφασίζει να ενεργοποιηθεί. Παράλληλα, εμφανίζεται μια μυστηριώδης γυναίκα, παλιός έρωτας του Καραλή, η οποία κανονίζει να φέρει σε επαφή τους δύο ήρωες. Θα καταφέρει ο Στάθης να βγει από τον λαβύρινθο που βρίσκεται; Ο συγγραφέας θα υποκύψει στη βούληση των αναγνωστών ή θα υπερισχύσει η δική του, ελεύθερη βούληση; Αυτά είναι ερωτήματα που για να τα απαντήσετε θα πρέπει να διαβάσετε το βιβλίο.
Ερώτηση: Συνεχίζετε το γράψιμο και τι νέο θα παρουσιάσετε;
Απάντηση: Βεβαίως και συνεχίζω, είναι κάτι που λατρεύω το αγαπώ ένα χόμπι μπορείτε να το πείτε. Το νέο μου μυθιστόρημα είναι σχεδόν έτοιμο (βρίσκεται στις διορθώσεις) και θα εκδοθεί φέτος τον χειμώνα. Είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στην επαρχία, αρχές του 1980.
Ερώτηση: Tι έχετε να πείτε στους νέους ανθρώπους αλλά και γενικά σε αυτούς που θέλουν να ασχοληθούν με τη γραφή;
Απάντηση: Διαβάζω πολύ τους νέους (ηλικιακά) συγγραφείς, έχουν ορμή, δύναμη, κοφτερό λόγο και φυσικά θέλουν να πουν πολλά. Το γράψιμο, η πέννα, είναι ένα από τα ισχυρά “όπλα” που έχουν στη διάθεση τους ώστε να περάσουν ηχηρά τα μηνύματα τους, τη φωνή τους, την άποψη τους. Εύχομαι όλο και περισσότεροι νέοι να ασχοληθούν με τη γραφή, νομίζω ότι το έχουμε όλοι μας ανάγκη σήμερα.
Ερώτηση: Έχετε ασχοληθεί με την ποίηση και εάν ναι, δώστε μας ένα δείγμα;
Απάντηση: Δυστυχώς όχι. Η ποίηση είναι εξαιρετικά ένα δυνατό εργαλείο γραφής, λέξεις που συμπυκνώνουν νοήματα και συναισθήματα και θεωρώ ότι οι ποιητές έχουν πράγματι το “χάρισμα”. Έχω διαβάσει μόνο γνωστούς και μεγάλους ποιητές.
Ερώτηση: Τι γνώμη έχετε για την ανάγνωση γενικά;
Απάντηση: Είναι το αλάτι της ψυχής του ανθρώπου, το οξυγόνο που σου δίνει αυτοπεποίθηση συντροφιά, δύναμη και φυσικά μόρφωση.
Ερώτηση: Το διαδίκτυο βοηθάει στην ενημέρωση είτε στην επιμόρφωση;
Απάντηση: Το διαδίκτυο είναι πλέον μια επανάσταση στον χώρο της τεχνολογίας και επικοινωνίας, δεν μπορείς, αναγκαστικά, πρέπει να συμπορευτείς με όλα αυτά που έρχονται.
Αναμφίβολα έχει βοηθήσει και συμβάλλει τα μέγιστα, τόσο στην ενημέρωση όσο και στην επιμόρφωση. Αλλά και το τονίζω εμφαντικά, η αλόγιστη χρήση και οι παγίδες που επιμελώς κρύβονται σε αυτό, το καθιστά πολύ επικίνδυνο. Συνεπώς η σωστή προσεκτική και λογική χρήση του διαδικτύου είναι το πρώτο μέλημα μας.
Ερώτηση: Μοναξιά ή φιλία ή επανάσταση στο διαδίκτυο;
Απάντηση: Ένας συγγραφέας είχε γράψει το εξής για τη φιλία: είναι προτιμότερο να περπατάς στο σκοτάδι με τον φίλο σου, παρά μόνος σου στο φως. Η φιλία είναι ένας δεσμός αίματος, ένα συναίσθημα βαθύ ανθρώπινο και είναι πράγματι ευτυχισμένος ο άνθρωπος που έχει φίλους ή φίλο. Ο Αριστοτέλης είπε ότι η φιλία είναι μια ψυχή που κατοικεί σε δυο σώματα.
Στο διαδίκτυο μπορείς να βρεις νέες παρέες, να συζητήσεις διάφορα, αλλά όσα like και αν σου κάνουν δεν μπορούν επ ουδενί να αντικαταστήσουν την πραγματική ζωντανή φιλία.
Ερώτηση: Ποια η άποψη σας για την προσφυγιά;
Απάντηση: Δυστυχώς για άλλη μια φορά η ιστορία επαναλαμβάνεται. Πότε επιτέλους θα μάθει το ανθρώπινο είδος ότι δεν λύνονται τα προβλήματα με ακραίες πρακτικές, πολέμους, συρράξεις και γενικά με την βία. Πολλοί λαοί βίωσαν την αδικία τον φανατισμό την ματαιοδοξία και το μίσος. Σήμερα ζούμε το μεγαλύτερο κύμα μετακίνησης πληθυσμών. Οι απάνθρωπες συνθήκες βίας, η πείνα, οι ασθένειες συμβάλλουν σε αυτή τη μετακίνηση. Το μεγάλο αυτό θέμα δεν αντιμετωπίζεται με ευχολόγια αλλά με ουσιαστικές πρακτικές και βοήθεια. Όσο το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο (όλοι ξέρουμε πως) το φαινόμενο της προσφυγιάς θα πάρει διαστάσεις τυφώνα. Έστω και τώρα, δεν είναι αργά πιστεύω, μπορούμε να ενώσουμε όλες τις ψύχραιμες ουσιαστικές φωνές, ώστε να περιορίσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο την ανθρώπινη δυστυχία.
Ερώτηση: Πως σας έρχονται οι ιδέες για γράψιμο;
Απάντηση: Από τα πάντα, είτε είναι ταινίες, βιβλία, συζητήσεις, απόψεις, ιστορίες, εκδρομές, είτε οτιδήποτε άλλο. Έχω πάντα μαζί μου ένα μικρο μπλοκ και σημειώνω ότι άκουσα, είδα, γεύτηκα, που μου έκανε εντύπωση.
Ερώτηση: Ποια θέματα σας ελκύουν περισσότερο για να γράψετε ιστορικά, ερωτικά, κοινωνικά, ψυχολογικά, επίκαιρα προσωπικά άλλα;
Απάντηση: Όλα με ελκύουν, μακάρι να μπορούσα να έγραφα για όλα. Πιστεύω ότι ένας που ασχολείται με την γραφή δεν πρέπει να παραμείνει σε ένα είδος γραφής που προφανώς κατέχει σωστά , αλλά να ρισκάρει να γράψει και άλλα είδη.
Ερώτηση: Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας Έλληνες και ξένοι συγγραφείς και πως επηρέασαν – εάν επηρέασαν – το έργο σας;
Απάντηση: Αγαπημένοι μου Έλληνες είναι ο Χρόνης Μίσσιος, Αντώνης Σουρούνης, Χωμενίδης, η Ζέη και πολλοί άλλοι. Από ξένους θα πω Μαρκές, Κάφκα, Σάμπατο,Ρόμπινς Πεσοα και άλλοι. Ο καθένας με τον δικό του τρόπο φυσικά με επηρέασαν και νιώθω ευγνώμων για όλους.
Ερώτηση: Η γραφή σας επηρεάζεται από την καθημερινότητα της Ελλάδας;
Απάντηση: Σίγουρα η καθημερινότητα παίζει το σημαντικότερο ρόλο για την συγγραφή. Σήμερα όσο και να θέλεις να αποφύγεις να γράψεις για αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα είναι πολύ δύσκολο. Η οικονομική κρίση η φτώχεια η αποδιοργάνωση της κοινωνίας δεν σε αφήνουν αδιάφορο.
Ερώτηση: Ποια είναι η γνώμη σας για τον φεμινισμό και εάν θεωρείτε ότι αυτός στην Ελλάδα οδήγησε τη γυναίκα σε ανώτερες βαθμίδες ή την καθήλωσε στη θέση της;
Απάντηση: Το φεμινιστικό κίνημα ξεκίνησε τον 19ο αιώνα, άρχισε δειλά να οργανώνεται με στόχο την εξίσωση των δυο φύλων σε όλους τους τομείς. Σήμερα με τα δεδομένα που υπάρχουν (κυρίως στις ανεπτυγμένες κοινωνίες) θα λεγες κατά πρώτο λόγο ότι έχει καταφέρει πολλές και σημαντικές νίκες. Στην Ελλάδα οι πρώτες αντιδράσεις ήταν μεμονωμένες, ενδεικτικά αναφέρω την Καλλιρρόη Σιγανού που σαν δημοσιογράφος κυκλοφόρησε τότε το 1888, έντυπο με κύριο θέμα τα δικαιώματα των γυναικών. Πιστεύω ότι μετά από την καταστροφή του 22 με τον ερχομό των ξεριζωμένων που είχαν στην πλειονότητα νέες και προοδευτικές ιδέες, η φτώχεια και η δυστυχία ανάγκασε την γυναίκα να βγει στην παραγωγή κυρίως για λόγους επιβίωσης .
Οι πιέσεις των κινημάτων που πλέον είχαν καλύτερη και αρτιότερη οργάνωση για ίσα δικαιώματα και άλλες σημαντικές διεκδικήσεις, όπως δικαίωμα ψήφου έφεραν κάποια αποτελέσματα. Σήμερα πιστεύω ότι η γυναίκα έχει κατά ένα μέρος ανεξαρτητοποιηθεί με τις δικές της δυνάμεις έχοντας πάντα αντίπαλο την ανδροκρατούμενη κοινωνία της χώρας μας.
Μην ξεχνάμε ότι η γυναίκα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, στην περίοδο του μεσοπόλεμου αλλά και μετά από τον πόλεμο ήταν ( η πλειονότητα) αγράμματη, υποταγμένη στον άντρα, δεν είχε καμιά οικονομική αυτοτέλεια ώστε να σηκώσει κεφάλι. Το μόνο που έκανε ήταν δουλειά- χωράφι - σπίτι σαν σκλάβα. Ο φεμινισμός σήμερα, παρόλο που πολλοί προσπαθούν να τον απαξιώσουν, έχει αποκτήσει οικουμενική διάσταση ρίχνοντας το βάρος για την υπεράσπιση των γυναικών παγκόσμια, μιλάω για ξυλοδαρμούς βιασμούς καταπίεση μητρότητα κλπ.
Προσωπικά θεωρώ ότι η γυναίκα σήμερα έχει εκείνα τα εργαλεία, να πιέσει να φωνάξει, να επαναστατήσει, να διεκδικήσει, γιατί είναι όχι μόνο ικανή αλλά παραμένει πάντα ο δυνατός κορμός που στηρίζει ολόκληρο το δένδρο. Οι άντρες πρέπει να βοηθήσουν, αφού πρώτα όμως ξεριζώσουν από μέσα τους, βαθιές ανόητες νοοτροπίες και αντιλήψεις.
Ερώτηση: Ποιο μήνυμα θα θέλατε να περάσετε στους αναγνώστες με τα βιβλία σας;
Απάντηση: Πρώτα να ευχαριστήσω θερμά όποιον αναγνώστη συνάδελφο διάβασε το βιβλίο μου και ελπίζω να μην καταχράστηκα τον πολύτιμο χρόνο του. Όσο για τα μηνύματα, ελπίζω αυτά που θέτω στο βιβλίο να απασχολούν και τους περισσότερους.
Γιώργος: Ευχαριστούμε πολύ το συνάδελφο Λουκά Καρνέση και του ευχόμαστε να είναι πάντα υγιής και δημιουργικός.

Ένας όμορφος διάλογος, τον οποίο σας μεταφέρω αυτούσιο με την προτροπή προς όλους τους συμπατριώτες να διαβάσουν το βιβλίο και σίγουρα θα βρουν κάτι που τους αγγίζει! 
Λουκά καλοτάξιδο!
Μάνθος Κατσάμπουλας.

Κυριακή 29 Απριλίου 2018

Αη-Γιώργης ο Μοφκιτσάνος!


Της Κατερίνας Μπαχάρη-Κουτσουνά
Μια φορά κι έναν καιρό, τότε που η Μοφκίτσα έσφιζε από ζωή, το ανηφορικό κροκαλιαστό μονοπάτι που οδηγούσε κατά τη Σκουτέργα στο μικρό, ταπεινό, απέριττο ξωκλήσι του Αη-Γιώργη, με πρωινό μπροστάρη καβαλάρη τον παπά-Γιώργη απάνου στο άλογο, που κράταγε σφιχτά το ποτήρι της θείας κοινωνίας αμίλητος και λουσμένος στο φως της ροδαυγής και την κουστωδία του, ψαλτάδες και παιδιά με τα εξαπτέρυγα και ό,τι άλλο χρειαζόταν για την επιτέλεση της θείας λειτουργίας και των μυστηρίων, έγραφε στο νου μας εικόνες εκστρατείας, όπως μας τις διηγούνταν οι παλιότεροι με μια ομορφιά και μια πίστη στο σκοπό αδιασάλευτη. Τον καλημέριζαν στο φτάσιμο τα πουλιά με αρχηγό τ´αηδόνια και του ´διναν τον τόνο της κατοπινής ψαλμωδίας που η στεντώρια σεβάσμια φωνή του συνέπαιρνε τους πιστούς και μαζί με του μικροκαμωμένου Πανάγου αρχιψάλτη τη βραχνή, τραβηχτή φωνή, του Δημητράκη τη μελίρρυτη και ταπεινή και του μπάρμπα Χρήστου τη γλυκειά και καμαρωτή, ουλουνών όμως τις φωνές με περισεύουσα πίστη και με τον τρόπο του καθένα ολοκληρωνόταν το μεγαλείο της θεϊκής παρουσίας σε πλαίσια γήινα με δοτικότητά απόλυτη, που είχε σαν επιβράβευση τη γαλήνη στην ψυχή τους! Και το εκκλησίασμα τους ευγνωμονούσε γιατί όλοι γεύονταν το απαύγασμα της θείας παροχής μέσω της ψαλτικής ικανότητας των συγχωριανών του. 
Τον υποδεχόταν τον παπά η καταστόλιστη εικόνα του άγιου, που καρφώνει με μαεστρία και εξολοθρεύει το θεριό και που από την παραμονή το βράδυ μαζί με τον εσπερινό την είχαν τα κορίτσια του χωριού ντυμένη στα γιορτινά της και ´κείνος ξεκαβαλίκευε προσεχτικά κι αφού ακούμπαγε στη θέση του το Άγιο ποτήρι επέστρεφε κι έκανε τις μετάνοιες του σκύβοντας μπροστά στην εικόνα κι ακουμπώντας ίσαμε κάτω το χώμα, γιατί, ως φαίνεται, όσο βαθύτερη η κίνηση της μετάνοιας τόσο μεγαλύτερη κι η συχώρεση, κι αρχίναγε τον όρθρο παρέα με τα πουλιά που δε σιγοντάριζαν απλά, συμμετείχαν στη μυσταγωγία!
Λαμποκοπούσε στο ανέβασμα ο δρόμος στο κατόπι ανθρώπους όλων των ηλικιών και ζώα καταστόλιστα με ολοκέντητα υφαντά κιλίμια και πιστούς γιορτινά ντυμένους αναβάτες σε μια ανάβαση πανηγυρική, με πανδαισία χρωμάτων, πίστη και καμάρι και συνοδούς τ´αηδόνια και τ´άλλα πουλιά σε συναυλιακό κονσέρτο υψηλής αισθητικής ακουστικής απόλαυσης, αληθινό πανηγύρι τέρψης ψυχών και σωμάτων!
Κι ένα μελίσσι από παιδιά κάθε ηλικίας είχαν ξεχυθεί από πολύ πρωΐ πίσω από το Μεγαβούνι, κάπου εκεί τριγύρω στα λημέρια του Άγιου, να ξετρυπώνουν τραγουλιά, ένα μοσκοβολητό βοτανόφυτο, πού ´μοιαζε με το καριοφύλλι, άλλο παρόμοιο ήμερο φυτόκηπου καμάρι, δυσεύρετο και ακατάδεχτο να μετοικήσει στα κηπάρια του χωριού, έμενε πιστός σύντροφος φρουρός και συμπαραστάτης του Άγιου, αλλά πρόθυμα δινόταν στα παιδιά αγόρια συνήθως, δε θυμάμαι ποτέ κορίτσι να είχε καυχηθεί ότι μάζεψε τραγουλιά, δεν τους επέτρεπαν κιόλας να παίρνουν τα βουνά παρέα με τ´αγόρια, που έκοβαν όμως μόνο το φύλλωμά του καθώς χώνονταν στις λούζες για να το ξετρυπώνουν,  ιδανική κρυψώνα που δικαιολογούσε το σπάνιο του ευρήματος, και δεν το ξερρίζωναν ποτέ, κι όσοι είχαν τολμήσει να το κάμουν τους το ανταπέδιδε με γρουσουζιά το φυτό και ποτέ του δεν ξανά παρουσιαζόταν μπροστά τους, όσο κι αν το γύρευαν. 
Με την τραγουλιά ανά χείρας! 
Σαν φόρτωναν όμως τις χούφτες τους με το δυσεύρετο πολύτιμο βοτάνι, σαν έμπειροι πραματευτάδες διαλαλούσαν το σπάνιο τους εμπόρευμα κουνώντας το στον αέρα με περηφάνεια, γυρεύοντας πρόθυμους αγοραστάδες και τους είχαν εξασφαλισμένους εννοείται κι έτσι εξασφάλιζαν το χαρτζιλίκι τους και είχαν και την ευλογία του Άγιου, που το πρώτο κλωναράκι του το αφιέρωναν με ευλάβεια σε Κείνον! Όποιος είχε στο πέτο του εκείνη την ημέρα τραγουλιά καμάρωνε σα γύφτικο σκεπάρνι κι αν ήτανε και νιόγαμπρος ή λογοδοσμένος ή υποψήφιος ακόμα, τόχε τρανό καμάρι. Και από την εικόνα στο τέλος που τη μάδαγαν όποιος πετύχαινε την τραγουλιά-κλωνάρι -αφιέρωμα, καμάρι τόχε και χαρά και ´κείνος και τύχη κι ευλογία το θεωρούσε!
Η τραγουλιά

Το ξωκλήσι μικρό κι απέριττο πετρόχτιστο και με πλακόστρωτο δάπεδο υποδεχόταν τους πιστούς του με την ανθοστόλιστη εικόνα του προπομπό καλωσοριστάρη σ´έναν αυλόγυρο που ήσαν επίσης εκεί στημένοι οι πάγκοι των κερεμπόρων επιτρόπων και των λουκουμεμπόρων πωλητών και πρόθυμων κεραστάδων του επιβεβλημένου κεράσματος με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ,δηλαδή ή το αγόραζε κανείς μόνος του και το απολάμβανε ή κάποιος μπρούκλης και κουβαρντάς τον κέρναγε, το ίδιο έκανε ,αρκεί να μην έμενε κανείς χωρίς λουκούμι. Ροζ, τριαντάφυλλο συνήθως, για να προκαλεί με το χρώμα του, είχε αγοραστική αξία μεγαλύτερη με την τροφαντή του όψη.
Ο αυλόγυρος, μια άπλα αλωνίσια πάνω στο λοφάκι ξανοιγμένη αφειδόλευτα για να χωράει την ομήγυρη ατσιγκούνευτα καμάρωνε κι εκείνος κατάφορτος για μια φορά το χρόνο κι αντί για βαρυγκώμια χαρά του και καμάρι τόχε να σέρνει απάνω του τόσες πιστές ψυχές!
Τα σφεντάμια τρογύρω του, οι κουμαριές, οι πρίνοι, τα σχίνα, οι αγλατζινιές, οι κουμαριές, οι γκορτζιές, οι τρικωκιές, οι κοκορεβυθιές(χαρουπιές), οι φασκομηλιές, οι ασφάκες, οι αφάνες, τ´ασφάλαχτα, τα νιόφυτα πευκάκια και κάμποσα άλλα τρανά κι αγέρωχα, τα δυο τεράστια πουρνάρια που μαρτυρούσαν τον καιρό που πέρναγε, σφιχταγκαλισμένα κορνίζαραν περίχαρα το εκκλησάκι και τον αυλόγυρό του, αφήνοντας επίτηδες ένα ξάνοιγμα-πορτάρι στη νότια του πλευρά! Κι ας μη μιλήσω για το βελούδινο χαλί που ήταν στρωμένο καταγής ολοκέντητο με τα λογής-λογής ψιλολούλουδα της άγριας φύσης προσφορά σε πανδαισία χρωματική από το απαλό ροζ ως το έντονο κίτρινο κι από το ανοιχτό γαλάζιο μέχρι το σκούρο άγριας ορχιδέας ή το λιλά και το λευκό της ολάνθιστης καυκαλήθρας και της σκορδαλήθρας και το λουλακί και το κατακόκκινο της παπαρούντας ως το πορτοκαλί της αδερφής της.
Δεν ήξερα τότε μήτε και τώρα να ειπώ αν η φύση με μάγευε πιότερο από του Άγιου την άπιαστη προστασία. Γνωρίζω όμως με σιγουριά και λέω τώρα ότι το δικό του κράξιμο ήταν η αναγκαστική μας προσγείωση στον παράδεισο της ανοιξιάτικης φύσης. Η ευγνωμοσύνη άπλετα προσφερόταν και στους δύο και σήμερα προσφέρεται μεγαλύτερη σαν τόχει ο άνθρωπος πιότερη ανάγκη να βρίσκεται κοντά τους.

Δεν ήταν οι καλίφωνοι ψαλτάδες που μπέρδευαν τις ψαλμωδίες τους με των πουλιών και των αηδονιών τις λαλιές, που ο οίστρος τους ετούτη την εποχή ξελογιάζει, ήταν η πιστή προσήλωση των ανθρώπων στην ιερή υποχρέωσή τους, ήταν η Άνοιξη, ήταν το μεγαλείο της φύσης, ήσαν όλα μαζί που γέμιζαν το κενό της ανθρώπινης ανασφάλειας κι έκαναν όλα γύρω να γεμίζουν με της πληρότητας την ιερότητα. Και η εικόνα του στρατηλάτη ομπροστά, περίβλεπτη κι εντυπωσιακή μέσα στο καταστόλιστο του συνοθυλεύματος των άγριων και ήμερων λουλουδιών, που τα πρώτα ήσαν προσφορά απλόχερη της φύσης τα δεύτερα δώρο της πρόθυμης προσφοράς των πιστών ,πρόθυμη να δώσει την ευλογία της στους θρήσκους και τους θρησκόληπτους, στους πιστεύοντες και τους άπιστους, στους ψαγμένους και τους μη ερευνώντες, με προθυμία χωρίς διακρίσεις αρκεί που είχαν όλοι τη διάθεση να φτάσουν ίσαμε ´κει.
Το ρυακάκι που διέσχιζε κάθετα τη δίοδο μερικά μέτρα πριν ανέβει κανείς το τούμπι που στήσανε οι χωρικοί το σπιτικό του Αγίου, γάργαρο και βιαστικό κυλούσε ανάμεσα σε μεγάλες πετρόπλακες που το νερό και ο χρόνος τις είχανε λειάνει και τα υπολείμματα δημιουργούσαν τροφή για μούσκλια γλυστρερά δύσκολα επέτρεπαν την άνετη διάβαση απέναντι ειδικά στους γεροντότερους. Έγλειφε λαίμαργα ό,τι προλάβαινε από τη σάρκα των ξυπόλυτων ποδιών, εκείνων που προτιμούσαν έτσι να το διαβούν, κι έκανε ηδονικό αναγάλλιασμα σαν τα ποδάρια ολωνών εκείνη την ημέρα μοσκοβολούσαν καθαριότητα.

Τ´αλογομούλαρα διάσπαρτα αφημένα άλλα στο χώρο πριν το ρυάκι άλλα μετά από αυτό στο διπλανό χωράφι του Βενετσάνη ,που ποτέ του δεν απέτρεπε κανέναν, το θεωρούσε μάλιστα και ευλογία να ,,ξυπηρετάει,, τις ανάγκες του κόσμου για τον ερχομό τους στον άγιο ζωντάνευαν κι ημέρευαν μαζί με τους ανθρώπους το άγριο τοπίο. Το διασκεδαστικότερο ήταν όταν οι κυράδες κάθε ηλικίας και από κάθε τόπο περνώντας το ρυάκι και ευρισκόμενες στο σταθερό αμμουδερό μονοπάτι της ανηφόρας που οδηγούσε στο εκκλησάκι, έβγαζαν τα πρόχειρα παπούτσια της ως εκεί διαδρομής τους, φόραγαν τα ψηλοτάκουνά τους ή τα όποια καλά τους είχαν η κάθε μια, παιδούλες, ηλικιωμένες χαμηλά, νιες, νιόπαντρες, αρρεβωνιασμένες, ξενόφερτες τακουνάτα, πασαρέλα αληθινή, πώς θα εμφανίζονταν απρεπείς μπροστά στον άγιο; Όχι, με τα καλά τους και όλη τους την περηφάνεια και όλη τους τη δόξα και τη λαμπράδα της ψυχής τους και του παρουσιαστικού τους! Οι περισσότερες τα έκρυβαν στις λούζες τα παλιά τους για να τα ξαναφορέσουν στην επιστροφή. Ο Άγιος υποδεχόταν χαμογελαστός το ποίμνιό του, είχε κι αυτός το δικαίωμα μια φορά το χρόνο στη γιορτή του να βλέπει όμορφες παρουσίες και ποτέ του δεν αρνήθηκε ακόμα κι άσεμνες περιβολές, άσε που καμμιά δεν τόλμαγε εκείνους τους καιρούς να ντυθεί άσεμνα, πάρεξ κι αν ήταν καμμιά ξενόφερτη τσατσά που γύρευε μέσα στην αλήθειά της συχώρεση φωνάζοντας περίτρανα το ποιόν της με τα ξεγουλητά της τεκολτέ, χάρμα για των λιγουριάρηδων αντρών τα μάτια, εκεί ο Άγιος έκανε έκπτωση, εμ, τι Άγιος θά ´τανε, αν δεν ήξερε να σχωρνά!
Η γλυκειά ταλαιπώρια της ανάβασης ήτανε άραγε μια δοκιμασία που έπρεπε να υποστούν οι κάτοικοι, μια προσπάθεια αγώνα για να νιώσουν εντονότερα του Άγιου την ευλογία και ν´ακούσουν το ναι της ψυχής τους να θριαμβεύει χωρίς λιποψυχιά μα θαρρετό και πρόθυμο και επιβραβευμένο; Ακόμα κι έτσι να ήτανε, άξιζε τον κόπο η κάθε ταλαιπώρια. Αποζημιώνεται κανείς από κάθε άποψη με την πρώτη ματιά. Με ολάνοιχτα πνευμόνια, με απλωτή ματιά που χώρια από την πέριξ ομορφιά ένα ξάνοιγμα, μια σούδα,  μ´ουρανό που τραβάει το βλέμμα αγκαλιαστά μέχρι κάτω τη θάλασσα, με οσφραίνοντα ρουθούνια την ευωδία της Άνοιξης, με ακούοντα ώτα τις συναλίες των πουλιών, με την αίσθηση της προστασίας από τον άγιο, με το ξεσήκωμα ούλου του χωριού για τη συμμετοχή σε τούτη την ευλογημένη πανδαισία έχει την εντύπωση ότι κατακλύζεται η ψυχή του από ένα μοναδικό, ανεπανάληπτο συναίσθημα άξιο κάθε μικρής ή μεγάλης θυσίας.
Δε γίνεται να ξεχάσει όποιος το έζησε το τι γινόταν στο τέλος της λειτουργίας! Χαιρετούρες, ευχές, αστεία ακόμα και πειράγματα, αγοραπωλησίες τραγουλιάς και λουκουμιών, στήσιμο για φωτογραφίες, όταν ο φωτογράφος είχε την ευκαιρία να έρθει από την κοντινή πόλη, γέλια, χάχανα, κουβεντολόι του καλού καιρού, σούρσιμο της ψαλμωδίας κι όξω από την εκκλησιά, μόνο που οι ήχοι άλλαζαν και
γίνουνταν ήχοι μελισσιού, ένα βουητό, που έβγαιναν από πολύχρωμες παρουσίες και ψυχές γιομάτες δύναμη.
Ο ήλιος και οι ευωδιές από τα λούλουδα και οι αηδονολαλιές που έρχονταν από τη ρεματιά πιο πέρα, οι άνθρωποι και το παιδομάνι, τα ζώα και το εκκλησάκι που έμοιαζε μια κουκκίδα μέσα στην απέραντη άγρια φύση, όλα σε μια αρμονική συνύπαρξη γοητείας, πίστης, συναδέλφωσης, γιορτής! Όλα μπλεγμένα σ´ ένα πανηγύρι, σε μια ικεσία, σε μια ευχή!
Μια ανεπανάληπτη εικόνα καταγεγραμμένη και βαθιά χαραγμένη στο παιδικό μυαλό ήταν εκείνη των γιαγιάδων μας οι οποίες, αφού προσκυνούσαν τον άγιο, έπαιρναν κεριά και διασχίζοντας διαγώνια το χωράφι του Βενετσάνη, μπουρδουκλώνοντας τα πόδια τους στα ψηλωμένα χορτάρια με τις τροφαντές παπαρούντες ανάμεσά τους, τις ολάνθιστες καυκαλήθρες και τις φτέρες να υποχωρούν πρόθυμες στο τσαλαπάτημα, τραβούσαν εκεί που έκραζε με την επιβλητική παρουσία του ένας αιωνόβιος πλάτανος και τα παιδιά περίεργα ακολουθούσαν αδιαφορώντας πλέον αν θα τσαλάκωναν τα
φρεσκοσιδερωμένα τους ρούχα ή θα λέρωναν τα καινούργια τους παπούτσια.
 Ο ίσκιος του πλάτανου που δεν ξέρω αν πέντε οργυιές ανθρώπων θα τον αγκάλιαζαν, τόσο χοντρός και γέρος ήταν, προστάτευε ευλαβικά τεράστιες πέτρες γκριζαρισμένες από το χρόνο και την αχρηστία και στα χαλάσματα που ήσαντε φυτρωμένες δάφνες κι ανάμεσά τους έτρεχε τ´αγιονέρι, εκεί πίσω από τον πλάτανο που σήμερα έχει ο κορμός του ανοίξει παράθυρο για να περνάει το φως του ήλιου και το βλέμμα του ανθρώπου καταγράφοντας την ομορφιά της ρεματιάς και θάβοντάς τη ζωγραφισμένη στα κατάβαθα της ψυχής του, κορνιζαρισμένη με του πλάτανου τα σωθικά, προσφορά του αδυσώπητου χρόνου στα βλέμματα της εκάστοτε γενιάς, σε μια λιμνούλα γάργαρο νεράκι σ´ένα σημείο που πίστευαν πως είναι το ιερό της άγιας τράπεζας ή τέλος πάντων σημείο που τους ήταν βολικό άναβαν τα κεράκια τους, έκαναν την ευχή τους, σταυροκοπιούνταν κι αφού ένιβαν το πρόσωπό τους, ένα τσούρμο γυναίκες, γριές ως επί το πλείστον και παιδιά ακόλουθοι γύριζαν κι έπαιρναν θέση, όποιες προλάβαιναν κάθονταν στις λιγοστές ψάθινες καρέκλες, στασίδια δεν υπήρχαν ούτε υπάρχουν, οι άλλες όρθιες και τό ´χανε και καμάρι γιατί σταθήκανε σεβάσμια και τι ήτανε μια στάλα ορθοστασία μπροστά στη χάρη που θα τους έδινε ο Άγιος; Στη θέση εκείνη που άναβαν οι νόνες τα κεριά ήταν η παλιά, η πρώτη εκκλησία του Αη- Γιώργη, πόσο παλιά κανείς δεν ξέρει από τους σημερινούς μα κι ούτε γιατί την εγκατέλειψαν κι αποφάσισαν να χτίσουν τη σημερινή. Εκεί τα πλατάνια, στέκι των νεράιδων, βογγούν από την ιστορία των αιώνων και οι ογκόλιθοι το ίδιο κι αν αφουγκραστεί κανείς προσεχτικά ίσως ν´ακούσει και τις ψαλμωδίες του καιρού που αγνοί παπάδες και ψαλτάδες έψελναν του άγιου το απολυτίκιο και τις άλλες προστατευτικές ευχές κι ευλογίες. Ίσως κάποια νόνα αλαφροΐσκιωτη να το ´χε τούτο ακουσμένο και από τότε πήγαιναν όλες τσούρμο ν´ανάψουν τ´αγιοκέρια στη μνήμη του Αγίου τους!
Το απέριττο του μέσα της νέας εκκλησούλας, μια άγια τράπεζα στο ιερό για τη θυσία, μ´ένα Χριστό αρχιερέα απέναντι, το Βαγγέλιο απάνου της δυο κηροπήγια εκατέρωθεν, τα δώρα της θυσίας κι ένα καντηλέρι που θαρρείς πως μένει ακοίμητο. Στο χώρισμά από τον κυρίως χώρο του ναού τρεις τοξωτές πόρτες στη σειρά ακάλυπτες, όλα στη φόρα, ακόμα και η θυσία, τόσο απλά κι αβίαστα κι απροκάλυπτα γίνονται όλα ανάγκης ούσης, με τις εικόνες του τέμπλου μετρημένες, τέσσερις του Θεού, εδώ κυριολεκτούμε, ο Στρατηλάτης, η Παναγία, ο Μέγας αρχιερέας κι ο Πρόδρομος με την καντήλα του έκαστος, για να μην έχει κανένα λόγο να παραπονιέται, ένα ξύλινο ψαλτήρι μόνο στα ξεξιά χωρίς στασίδια, μονάχα δύο υποπόδια ξύλινα κι αυτά και δυο παραθυράκια αντικρυστά για να βλέπουν οι ψαλτάδες να διαβάζουν, δυο μπρούτζινα μανουάλια καλογυαλισμένα έφεραν με περισσό καμάρι απάνω τους τα Λαμπροκέρια ολάσπρα με φως ικεσίας που πήγαινε ολόισια και κατ´ευθείαν στο Θεό και τις τεράστιες ταξολαμπάδες που ακούμπαγαν στο δάπεδο, ίσα με το μπόι τους είχαν ταμένο να την πάνε οι ευεργετημένοι, εγκάρδια παρακλητική ή ευγνωμονητική προσφορά των πιστών, μερικές ψαθοκαρέκλες και δύο θύρες, η μπροστινή κεντρική και η πίσω δυτική της υπηρεσίας θα λέγαμε, κορδέλες λαμπριάτικες κόκκινες κι άσπρες, σαν η Πεντηκοστή τον κλείνει μέσα της, γλυκά αιχμαλωτισμένο τον άγιο, αυτά ήσαν και είναι ακόμα τα στολίδια στο μικρό εκκλησάκι με μια σημαντική αντικατάσταση σε εκσυγχρονισμό πολυτελή του δαπέδου που έγινε καλλιμάρμαρο, του ξύλινου ταβανιού και της προσθήκης καθισμάτων σύγχρονων προσφορά πιστών και δρόμο λεωφόρο πλέον με ανύπαρκτο το ρυάκι, με καμμία δυσκολία ανάβασης, αφού το αυτοκίνητο πηγαίνει έως έξω από την πόρτα της εκκλησιάς, αλλά με τον κόσμο αποδεκατισμένο χωρίς εκείνη την παλιά αίγλη, χωρίς το συρφετό και το αλογομάνι, χωρίς τα λουκούμια και το κρύο νερό, χωρίς τραγουλιά, χωρίς γριές να ανάβουν κεράκια στην παλιά γκρεμισμένη εκκλησιά, χωρίς χορούς και γλέντια του πανηγυριού απόηχο, χωρίς καταστόλιστες αρρεβωνιασμένες και τροφαντές κυράδες που έδειχναν την αξιοσύνη τους με την πάστρα τους με τα κολλαριστά γιακάδια των πουκάμισων των αντρών τους και τις κολλαριστές καλοσιδερωμένες κορδέλες στα μαλλιά των κορασίδων τους ή τα καλογυαλισμένα παπούτσια τους, χωρίς να υπάρχει πλέον κανένας να πει: περάστε από το σπίτι, γιατί όλοι μας μπαίνουμε στο αυτοκίνητό μας και φεύγουμε χωρίς καλά-καλά να προλάβουμε να χαιρετηθούμε μεταξύ μας. Μέσα στην καλοπροαίρετη διάθεση της αναγέννησης όλα φτωχά και ταπεινά μπροστά στο μεγαλείο της ψυχής του τότε και αυτού που λένε γιορτή, ξέδωμα, αναζωογόνηση! Τώρα όλοι λιτά, απρογραμμάτιστα, ταπεινά, ένα κατάλοιπο χρέους μοναχά κι αυτό χάρη στις φιλότιμες προσπάθειες δύο τριών αφοσιωμένων ανθρώπων. Οι άνθρωποι κάνουν τα πανηγύρια οι άνθρωποι και τις γιορτές, οι οργανωμένες κοινωνίες!
Παρ´όλα αυτά το συναίσθημα παραμένει και όλοι οι Μοφκιτσάνοι επιθυμούμε να βρισκόμαστε και να θυμόμαστε!
Και του χρόνου με ευχαριστίες άπειρες στους πρωτεργάτες αυτών των προκλητικών και παρακλητικών συνευρέσεων και τις φιλότιμες προσπάθειές τους για τη συντήρηση των μνημείων που αποτελούν τις ρίζες μας ,καθώς και τις γενναίες προσπάθειες τους να κάνουν την πρόσβασή μας εύκολη!
Και του χρόνου χωριανοί, και του χρόνου φίλοι! Με υγεία!
Ευχαριστούμε Σπύρο, Γιώργο, ευχαριστούμε πρόεδρε Γιάννη, ευχαριστούμε παπά Σταύρο!
Χρόνια σας πολλά οι απανταχού Μοφκιτσάνοι Γιώργηδες!